“Ο έτερος εχθρός”, Ελισάβετ Χρονοπούλου, εκδ. Πόλις, 2017 & “Ο λιμός” Πάνος Αμυράς, εκδ. Διόπτρα, 2018
Δύο βιβλία, δύο διαφορετικές ματιές πάνω στην ίδια σκοτεινή εποχή.
Η Αθήνα της Κατοχής ζωντανεύει ξανά — πότε μέσα από τις σιωπηλές εξομολογήσεις των ανθρώπων που πάλεψαν να κρατήσουν την ψυχή τους όρθια, και πότε μέσα από το αστυνομικό μυστήριο που ξετυλίγεται στους δρόμους μιας πόλης πεινασμένης και προδομένης.
Η Ελισάβετ Χρονοπούλου και ο Πάνος Αμυράς προσεγγίζουν με διαφορετικά μέσα το ίδιο ανθρώπινο δράμα: την επιβίωση, τον φόβο, την ηθική φθορά και τη δύναμη που κρύβεται μέσα στην απελπισία.
Δύο αφηγήσεις που, παρά την απόσταση ύφους, έχουν κοινό παρονομαστή την Ιστορία.
Ιστορίες από μια Πόλη που Πεινούσε και Φοβόταν

Υπάρχουν εποχές που οι άνθρωποι δοκιμάζονται στα άκρα — όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Η Αθήνα της Κατοχής υπήρξε ένα τέτοιο σκηνικό: μια πόλη που πάλευε να σταθεί όρθια ανάμεσα στον λιμό, τον φόβο και την ηθική αποσύνθεση. Μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, η Ελισάβετ Χρονοπούλου ανασύρει από τη σιωπή δέκα ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πιο δύσκολο δίλημμα: να επιβιώσουν ή να παραμείνουν ακέραιοι.
Δεν πρόκειται για ηρωικές αφηγήσεις πράξεων αντίστασης. Αντίθετα, η συγγραφέας στρέφει το βλέμμα της στους “αντιήρωες” — σε εκείνους που λύγισαν, που συμβιβάστηκαν για ένα κομμάτι ψωμί. Κι όμως, μέσα στην αδυναμία τους, υπάρχει κάτι το βαθιά ανθρώπινο: ο καθαρός φόβος, που από μόνος του αποτελεί τον μέγα “έτερο εχθρό”, πέρα από, τον αυτονόητο, φόβο για και από τον κατακτητή.
Η μαύρη αγορά, η εξαθλίωση, η κατάδοση φίλων, η προσκόλληση στην επιβίωση με κάθε τίμημα — όλα αυτά δεν προσεγγίζονται με επικριτική διάθεση, αλλά με μια τρυφερή κατανόηση. Η Χρονοπούλου παρατηρεί, ερμηνεύει, και κυρίως ακούει. Γιατί, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος, ο καθένας έχει και μια ιστορία να πει ή να κρύψει.
Η γραφή της είναι νηφάλια και καθαρή, χωρίς λογοτεχνικά στολίδια. Κάθε λέξη φαίνεται να έχει ζυγιστεί πολλές φορές πριν, ώστε να αποδοθεί η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ενοχή και τη λύτρωση. Μέσα από πολλαπλές φωνές και ομολογίες, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της ανθρώπινης ψυχής που δοκιμάζεται στα όριά της — μιας ψυχής που, παρ’ όλες τις ρωγμές, εξακολουθεί να αναζητά μια σταγόνα αξιοπρέπειας.
Οι ιστορίες αυτές δεν είναι μόνο για το παρελθόν. Διαβάζοντάς τες, καλούμαστε να αναρωτηθούμε: τι θα κάναμε εμείς αν βρισκόμασταν στη θέση τους; Πώς επιβιώνεις σε ακραίες συνθήκες καθημερινότητας; Μήπως το αίσθημα επιβίωσης είναι πιο ισχυρό, πολλές φορές, και η ηθική περνάει σε δεύτερη μοίρα και ο άνθρωπος γίνεται για τον άνθρωπο λύκος (Homo hominis lupus); Η ενσυναίσθηση που διαπνέεται έντονα με την ανάγνωση, ίσως μας οδηγήσει σε απάντηση άκρως αποκαλυπτική.
Μυστήριο και Πείνα

Ένα έγκλημα, ένα μυστικό και μια πόλη που αργοπεθαίνει από την πείνα — έτσι ξεκινά η ιστορία που ο Πάνος Αμυράς στήνει , συνδυάζοντας το αστυνομικό με το ιστορικό μυθιστόρημα. Η Αθήνα του πιο δύσκολου χειμώνα της κατοχής, του 1941-42 είναι η ίδια ο πρωταγωνιστής. Μια πόλη παγωμένη, εξαθλιωμένη, διαβρωμένη από τους κατακτητές και τους δωσίλογους συνεργάτες τους.
Ένας Γερμανός αξιωματικός των Ες Ες βρίσκεται νεκρός στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Ο φόνος του, όμως, είναι μόνο η αρχή. Ο υπαστυνόμος Νίκος Αγραφιώτης, παρά το ότι βρίσκεται σε δυσμένεια, καλείται να λύσει μια υπόθεση που μπορεί να του στοιχίσει όχι μόνο τη θέση του, αλλά και τη ζωή του. Αν αποτύχει, η Γκεστάπο δεν θα δείξει έλεος.
Καθώς ο Αγραφιώτης βυθίζεται όλο και περισσότερο στον βούρκο της Κατοχικής Αθήνας, ανακαλύπτει έναν κόσμο που παλεύει να επιβιώσει με κάθε μέσο. Μαυραγορίτες που πλουτίζουν από τον πόνο των άλλων, γυναίκες που παραδίδονται στην εξαθλίωση, πολιτικοί και στρατιωτικοί που παίζουν διπλό παιχνίδι — όλοι συνθέτουν ένα σκοτεινό μωσαϊκό απληστίας και απόγνωσης. Κι ανάμεσά τους, ένας λαός που πεθαίνει κάθε μέρα στους δρόμους από την πείνα, κυρίως μικρά παιδιά, την ώρα που αλλού, λίγα μέτρα πιο πέρα, τα παράνομα καμπαρέ και τα υπόγεια καζίνο δεν σταματούν ποτέ τη λειτουργία τους.
Ο Αμυράς δεν μένει στη μυθοπλασία. Γεφυρώνει την αφήγηση με την πραγματική ιστορία, φέρνοντας στο προσκήνιο πρόσωπα της εποχής — τον Τσολάκογλου, τον Σικελιανό, την Λιλίκα Νάκου στο Ριζάρειο Νοσοκομείο Παίδων, ακόμα και τον Σπύρο Σκούρα της κινηματογραφικής Fox στην Αμερική. Έτσι, η πλοκή αποκτά και ιστορική βαρύτητα, ενώ εξελίσσεται η έρευνα του υπαστυνόμου, στα πραγματικά αθηναϊκά τοπωνύμια της εποχής, και τους πραγματικούς τόπους βασανιστηρίων της Γκεστάπο, χαρτογραφώντας μια χαμένη Αθήνα, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παλεύει να επιβιώσει ανάμεσα στα ερείπια των υποδομών της.
Ο Πάνος Αμυράς φωτίζει μια σκοτεινή σελίδα της ιστορίας με τρόπο περισσότερο κινηματογραφικό και δημοσιογραφικό, παρά καθαρά λογοτεχνικό, καταφέρνοντας να κρατήσει την αγωνία του αναγνώστη μέχρι τέλους, ο οποίος διαπιστώνει, για μια ακόμη φορά, τα δεινά αυτού του τόπου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο του Εμφυλίου που ακολούθησε.
Όταν το σκοτάδι πάψει να μας φοβίζει, τότε αρχίζει να μας νικά
Διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες, νιώθει κανείς πως το πιο επικίνδυνο δεν είναι μόνο ο πόλεμος, αλλά η συνήθεια σ’ αυτόν. Όταν το σκοτάδι παύει να μας σοκάρει, όταν το αποτρόπαιο μάς γίνεται οικείο, τότε η ψυχή μας αρχίζει να χάνεται. Τα βιβλία της Ελισάβετ Χρονοπούλου και του Πάνου Αμυρά είναι υπενθυμίσεις του πόσο “φυσιολογικά” οι Αθηναίοι είχαν συνηθίσει τη θέα των πτωμάτων από την πείνα στους δρόμους, που προσπερνούσαν από πάνω τους. Oφείλoυμε να παραμένουμε σοκαρισμένοι για να κρατάμε ακόμα τη δυνατότητα του να μη συνηθίζουμε το κακό.
Discover more from Φιλοblogiko
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
