Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ελληνική νεώτερη ιστορία και την πολιτική του 20ου αι. Έχουν γραφεί πολλές μονογραφίες και μελέτες για τη δράση του και τις αποφάσεις του, οι οποίες άλλαξαν τη φυσιογνωμία της χώρας. Πλούσια, επίσης, είναι η αρθρογραφία από ιστορικούς που αφορά πτυχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας και αναλύουν εις βάθος το έργο του. Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή ξαναδιάβασα το βιβλίο του Θάνου Βερέμη «Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο οραματιστής του εφικτού» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο που εκδόθηκε το 2017.
Βιβλιοκριτική μου που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Booksitting .
Σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό μύθο η Νιόβη καυχήθηκε για το ότι απέκτησε εφτά κόρες και εφτά γιους, ενώ η Λητώ μόνο δύο παιδιά: την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Οι δύο θεοί τιμώρησαν τη Νιόβη για την ύβρι της: με τα βέλη τους σκότωσαν τους γιους και τις κόρες της, λυπήθηκαν, όμως, την ίδια που θρηνούσε τα σκοτωμένα παιδιά της και την «πέτρωσαν» στο όρος Σίπυλο της Μαγνησίας της Μ. Ασίας.
Αμερική, δεκαετίες του ’50και του ‘60. Νότιες πολιτείες. Μια λευκή μητέρα που βιώνει την ενδοοικογενειακή βία εγκαταλείπει τον άντρα της και τα πέντε παιδιά της. Σε μικρό χρονικό διάστημα την ακολουθούν τα τέσσερα από τα πέντε. Η εξάχρονη Κάια, η πιο μικρή της οικογένειας, παραμένει με τον αλκοολικό πατέρα της στο σπίτι τους στο Βάλτο. Από τα δέκα της χρόνια μένει εντελώς μόνη και παλεύει να επιβιώσει, αφού και ο πατέρας της την εγκαταλείπει. Μόνοι της συμπαραστάτες η φύση και η οικογένεια του έγχρωμου ιδιοκτήτη πρατηρίου καυσίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, που ζει απομονωμένη λόγω των φυλετικών διακρίσεων.
Η συνέχεια όπως δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal στις 7/09/2022.
Το βιβλίο αυτό, όπως και ο πρώτος ομώνυμος τόμος (« Οι εκπαιδευτικοί γράφουν…», Επιμέλεια Ελένη Παπαδοπούλου, Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2020), δε γράφτηκε από επαγγελματίες συγγραφείς, αλλά από ανθρώπους που το βασικό λειτούργημά τους είναι η εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί ξανα-γράφουν, λογοτεχνούν, κάνουν τέχνη, δηλαδή, με το βασικό εργαλείο της δουλειάς τους: τον λόγο, τις λέξεις. Η καθημερινότητα του εκπαιδευτικού είναι οι λέξεις: η ερμηνεία τους, η προέλευσή τους, η διαφορετική χρήση τους ανά το χρόνο και το γνωστικό πεδίο, η σύνθεση και η σύνταξή τους, η παραγωγή τους. Με αυτές πασχίζουν στην τάξη να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών, χρησιμοποιώντας το κατάλληλο ύφος, με αυτές συνετίζουν, παραινούν, συγχαίρουν, ενθαρρύνουν, κατανοούν τους εφήβους και τις δυσκολίες των άγουρων χρόνων τους. Με αυτές παραδίδουν το μάθημα, διορθώνουν, βαθμολογούν τα γραπτά τους και «ποιούν ήθος» και «πάθος», όπως οι αρχαίοι δάσκαλοι της ρητορικής, οι σοφιστές και ο (πολέμιός τους) Σωκράτης. Σκέφτονται και προβληματίζονται για τον κόσμο, αγωνιούν για το μέλλον των μαθητών τους και το δικό τους.
Η συνέχεια όπως δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal στις 14/06/2022.
Όταν διαβάζει κανείς μια ποιητική συλλογή, δεν αρκεί μόνο μία ανάγνωση. Θα χρειαστεί και δεύτερη, ίσως και τρίτη. Οι ιστορίες του Ηλία Λ. Παπαμόσχου στην «Αλεπού της σκάλας» είναι δισυπόστατες: μεγάλα ποιήματα ή μικρά πεζά, που χρειάζονται περισσότερες από μία αναγνώσεις. Ομολογουμένως, την αξία τους την αισθάνεται ο αναγνώστης με την απόσταση που του εξασφαλίζει η δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη αφήνει την αίσθηση, η δεύτερη την ουσία και την ποιότητα.
Η συνέχεια της βιβλιοκριτικής μου, όπως δημοσιεύεται στο στο Fractal στις 26/01/22.
Διάβασα για πρώτη φορά τον Τριβιζά ως αναγνώστρια του παιδικού περιοδικού «Το ρόδι» (που εξέδιδε η Δροσούλα Βασιλείου-Έλιοτ, κόρη του Ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου στις δεκαετίες του 80 και του 90). Εκεί ο Τριβιζάς έγραψε σε συνέχειες τα κατοπινά του μυθιστορήματα «Το όνειρο του σκιάχτρου», «Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι», με πρωταγωνιστή τον χιονάνθρωπος Τουρτούρη, και δημιούργησε τον Αιμίλιο το μήλο, βασικό χαρακτήρα της θρυλικής Φρουτοπίας. Στους σχετικούς με τη Φρουτοπία διαγωνισμούς δημιουργικής γραφής για τους αναγνώστες του περιοδικού είχα διακριθεί και είχα κερδίσει μάλιστα ένα πολύτιμο βραβείο : ένα πούπουλο από το μαξιλάρι της Ωραίας Κοιμωμένης!
Όταν έγινα μαμά, διάβαζα στα παιδιά μου τα βιβλία και τα παραμύθια του Τριβιζά, όπως το «Ποιος έκανε πιπί στο Μισσισιπί» (το αγαπημένο τους), «Ένα κεράκι για το ρινοκεράκι»,»Ο ήλιος της Λίζας», «Ο ταύρος που έπαιζε πίπιζα», «Η Πουπού και η Καρλότα» και φυσικά όλη τη Φρουτοπία, η οποία είχε κυκλοφορήσει σε κόμικ. Διάβασα και το «Η τελευταία μαύρη γάτα «, το μυθιστόρημα για μεγάλους και τώρα «Το κουδούνι του τρόμου» . Συμπέρασμα πρώτο : δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία για να διαβάσει κανείς τον Τριβιζά. Όπως αναγράφεται και σε ορισμένα επιτραπέζια παιχνίδια, απευθύνεται σε ηλικίες από 6 ως 99 ετών! Τα κείμενά του είναι φανταστικά, στην κυριολεξία. Ένας μαγικός ρεαλισμός ξεπηδάει από κάθε σελίδα : νομίζεις ότι κάπου στο χαρτί, εκεί που δε το πιάνει το μάτι, βρίσκεται το Νησί των Πυροτεχνημάτων, όπου ο παπαγάλος, η Σύνθια πίνει χυμό από δροσοσταλίδες!
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα οι χαρακτήρες είναι τόσο αληθοφανείς, που μόνο το ονοματεπώνυμό τους τους κατατάσσει στη σφαίρα της φαντασίας. Το ίδιο ρεαλιστικές ειναι και οι πράξεις τους: το λαθρεμπόριο σπάνιων ζώων, οι αταξίες ενός μικρού αγοριού, οι παραξενιές των ηλικιωμένων. Ο κεντρικός ήρωας, ένα σκανταλιαρικο αγόρι που ακούει στο όνομα Νικολάκης Πιτσιρίμπος, βρίσκεται, άθελά του μπλεγμένος σε ένα σατανικό σχέδιο, στο οποίο εμπλέκονται μια λεοπάρδαλη, δύο εκκεντρικές ηλικιωμένες αδελφές, ένας δαιμόνιος αστυνομικός και οι εργαζόμενοι σε ένα τσίρκο, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά. Σε κάθε κεφάλαιο προστίθεται και ένα καινούριο πρόσωπο, που σχετίζεται με τα γεγονότα του παρελθόντος και τις παράνομες δραστηριότητες του παρόντος. Πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα για τους μεγαλύτερους αναγνώστες από τον λεξιπλάστη παραμυθά, εντυπωσιακό για τους μικρότερους (συμβάλλει και η πολύ καλή εικονογράφηση του Stephen West και η προσεγμένη έκδοση από τα Ελληνικά Γράμματα σ’αυτό). Φαντασία, χιούμορ μυστήριο και αγωνία συνδυάζονται σε αριστοτεχνικές περιγραφές (Φορούσεανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι με δίχρωμη ορχιδέα στη μπουτονιέρα, γαλάζιο γιλέκο ολοστόλιστο με άνθη λωτού και μικρά ζαφείρια γιακουμπιά και παντόφλες από δέρμα λευκού ζαρκάδιου αργυροκεντημένες με το καλλιγραφικό μονόγραμμά του) , για να περάσουν ένα οικολογικό μήνυμα σε παιδιά και μεγάλους.
Ηθικό δίδαγμα (και συμπέρασμα δεύτερο) : πάντα έχουμε μαζί μας διαλυτικό κόλλας, πριν ξεκινήσουμε να χτυπάμε ξένα κουδούνια το μεσημέρι!
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο γύρισα πίσω στα παιδικά μου καλοκαίρια στο χωριό του παππού και του πατέρα μου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70: σκληρό τοπίο, άνυδρο, ανελέητος ήλιος, άνθρωποι σκληροί με μεγάλη υπομονή, «πίσω από τον κόσμο» ήμασταν τότε, χωρίς τις ανέσεις της τεχνολογίας του σήμερα. Στο βουνό, περιμένοντας το λεωφορείο από την πρωτεύουσα του νομού να φέρει τα τρόφιμα και τα νέα κάθε απόγευμα και να κατεβάσει στην πλατεία τους ταλαιπωρημένους επιβάτες.
Με τη ματιά του μικρού παιδιού, δεν μ’ενδιέφερε τίποτε περισσότερο από το παιχνίδι μου: ούτε η έλλειψη βασικών αγαθών (μπορούσα και με τα ελάχιστα) ούτε η απόσταση από τον πολιτισμό. Δεν μπορούσα να διακρίνω τις έγνοιες των μεγάλων ούτε τις αγωνίες τους, πολύ περισσότερο τις «ατιμίες» τους, τις οποίες μεγαλώνοντας διέκρινα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ελληνικής επαρχίας: η ματιά της ενηλικίωσης είναι πιο καχύποπτη, πάντα.
Οι χαρακτήρες του Καρνέζη κινούνται μέσα στη γνώριμη ελληνική ύπαιθρο σε ένα χωριό (σαν αυτό της παιδικής μου ηλικίας) που διαμορφώνει τη μοίρα τους. Έχουν μικρά ονόματα, παρατσούκλια (η Φάλαινα είναι το παρατσούκλι του καφετζή που είναι μεγαλόσωμος) ή ιδιότητες: ο παπάς, ο δικηγόρος, η μοδίστρα, ο σταθμάρχης. Δεν χρειάζονται τον προσδιορισμό του επιθέτου. Μαζί τους συνδέονται εξωπραγματικά, φανταστικά πλάσματα, εκτυλίσσονται μικρές ιστορίες, απρόσμενες, κινηματογραφικές, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Η αλυσιδωτή εξέλιξή τους, είναι, κατά τη γνώμη μου ένα μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου, γιατί δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να «περιηγηθεί» από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί σε όλο το χωριό, κάνοντας στάση στο δημαρχείο, την εκκλησία και την πλατεία. Όλοι γνωρίζουν τα μυστικά των άλλων και σταδιακά τα ανακαλύπτει και ο αναγνώστης, μαζί με τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη ζωή στην ύπαιθρο. Γι’αυτό και οι ήρωες τείνουν να γίνουν ρεαλιστικοί, αν δεν παρασύρονταν από τη φαντασία του συγγραφέα που τους προσδίδει sui generis χαρακτηριστικά και σκύβει τόσο πάνω τους, που μας κάνει να σκαλίσουμε κάτω από την επίστρωση της σκόνης που αφήνει στα πρόσωπά τους η αναβροχιά του καλοκαιριού και να δούμε την ψυχοσύνθεσή τους.
Άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε πιο ωμά περιγράφονται τα ηθικά στραβοπατήματά τους, οι «μικρές ατιμίες τους», οι οποίες κάποτε είναι και μεγάλες (όπως οι φόνοι του δημάρχου, του χασάπη και του σκληρού γαιοκτήμονα) όμως είναι, ως επί το πλείστον, δικαιολογημένες: άλλοτε από τη μοναξιά του τόπου και άλλοτε από τη θεία δίκη, την οποία όλοι την περιμένουν σαν τη φθινοπωρινή βροχή, να ξεπλύνει την αβάσταχτη κάψα της ενοχής και του καλοκαιριού.
Η γραφή του Καρνέζη είναι δουλεμένη και μπορεί να αποδώσει πολύ παραστατικά την ατμόσφαιρα του ανώνυμου ελληνικού χωριού (που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και οποιοδήποτε μεσογειακό, αν δε γίνονταν κάποιες αδρές αναφορές στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία) χωρίς να την κάνει να φαίνεται φολκλόρ. Το γεγονός ότι ο ίδιος κατάγεται από αυτή (γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967) δικαιολογεί ανάλογες παραστάσεις και βιώματα. Δεν παρουσιάζονται οι «αγνοί και αμόλυντοι» κάτοικοι της υπαίθρου, αλλά οι κάτοικοι με τα ελαττώματά τους, που δεν τρέφουν αυταπάτες για τη ζωή τους (αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει μέλλον γι’αυτούς), αλλά δεν είναι διεφθαρμένοι «ως το κόκαλο», όπως οι άνθρωποι της πρωτεύουσας. Η μετριότητα της ελληνικής επαρχίας, ακόμα και σε θέματα ηθικής!
Ο πολιτισμός δεν είχε αγγίξει το χωριό. Η είσοδός του σ’αυτό θα είναι βίαιη, ολοκληρωτικά καταστροφική. Ο κόσμος προχωράει και οι «μικροί» δεν έχουν έχουν θέση στα «μεγάλα σχέδια»ή «οράματα» ή «επιτεύγματα» (τις «μεγάλες ατιμίες») που ευαγγελίζεται η πρόοδος. Χάνονται έτσι ανώνυμοι και οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις μικροδιαφωνίες τους και τις μικροδιαφορές τους: «…δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα καραβάνι ανεπιθύμητων προσφύγων. Τότε μόνο ένιωσαν ντροπή για τον τρόπο που είχαν φερθεί στους Τσιγγάνους που περνούσαν από το χωριό τους όλα εκείνα τα χρόνια. Αλλά περισσότερη ντροπή ένιωσαν ο ένας για τον άλλο, όταν θυμήθηκαν τη μικροψυχία των διαφωνιών τους από αμνημονεύτων χρόνων. Κι αυτό του έκανε να αισθανθούν μια μοναξιά σαν εκείνη του θαλασσινού που έχει ναυαγήσει σε νησί το οποίο δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη.»
Αθάνατη ελληνική επαρχία!
(Το βιβλίο από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα είναι εξαντλημένο. Είχε ξεμείνει καιρό αδιάβαστο στη βιβλιοθήκη μου. Κυκλοφορεί πλέον από τις εκδόσεις Μακόντο (2011) υπό τον νέο τίτλο «Μικρές ατιμίες και άλλα διηγήματα». Το βιβλίο γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά(με τον τίτλο «Little Infamies:Stories» και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον ίδιο το συγγραφέα)
Άργησα να ανακαλύψω τον Σαραμάγκου. Αγοράζω πολλά περισσότερα βιβλία απ’όσα μπορώ να διαβάσω σε μία χρονιά. Τακτική προς αποφυγή, όπως με συμβούλεψε κάποιος που εκτιμούσα κάποτε τη γνώμη του – αλλά πέρασε καιρός από τότε και μπορώ να παρεκτραπώ, ως προς αυτό- αφού δε μου αφήνει περιθώριο να παρακολουθώ τα εκδοτικά τεκταινόμενα στην ώρα τους. Εγώ πάλι, υιοθετώ συχνά τη σοφία της λαϊκής ρήσης «κάλλιο αργά παρά ποτέ», αλλά και του ρεαλιστικότερου «αγόρασε τώρα που μπορείς και διάβασε όποτε μπορείς». Εξαιτίας αυτής μου της επιλογής, ενώ είχα στη βιβλιοθήκη «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» και το «Όλα τα ονόματα» (του ιδίου) για πολλά χρόνια, δεν πρόλαβα να γνωρίσω αυτόν τον βαθιά σκεπτόμενο και συναρπαστικό συγγραφέα όσο ζούσε. Όπως όλοι, όμως, οι κλασικοί (γιατί ο Σαραμάγκου είναι πλέον κλασικός) είναι διαχρονικοί και σαγηνεύουν εξίσου σε όλες τις εποχές και τις χρονολογίες , αν δικαιούμαστε να είμαστε τόσο απόλυτοι για τις γραπτές απόπειρες των ιδιόρρυθμων αυτών πλασμάτων που ονομάζονται συγγραφείς.
Έτυχε (διαβολική θα τολμούσα να την ονομάσω τη σύμπτωση, αφού ο Διάβολος και ο Θεός είναι παντού) να διαβάσω το βιβλίο κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και να το τελειώσω την Κυριακή του Θωμά. Πρόκειται γι’ αυτά τα «ζωτικά απρόοπτα», για να δανειστώ μια έκφραση από το βιβλίο, αυτές τις περίεργες συμπτώσεις, συναντήσεις, συνευρέσεις κάθε είδους, που δίνουν νόημα στη στιγμή και που το σύνολο τέτοιων στιγμών είναι αυτό που ονομάζουμε τελικά ζωή. Η «συνάντηση» με τον Σαρμάγκου, θεωρώ ότι νοηματοδοτεί την πορεία ενός αναγνώστη, όποτε και αν αυτή συμβεί.
Το βιβλίο δεν είναι μια θεολογική πρόταση. Είναι η ανθρώπινη ματιά στα γεγονότα του βίου της Ιερής Οικογένειας, είναι η ανθρώπινη διάσταση της ζωής του Ιησού, προβάλλει τα ανθρώπινα διλήμματα και τις αγωνίες ενός «Χριστού» (με την έννοια του ανθρώπου που έλαβε το χρίσμα) και το μοιραίο-προσχεδιασμένο, από το Θεό και το Διάβολο, πεπρωμένο του. Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά αληθινό και γι’ αυτό αιρετικό. Ο ενανθρωπισμένος τρόπος που διαχειρίζεται θεολογικά ζητήματα (όπως για παράδειγμα την ύπαρξη του Θεού και του Διαβόλου ως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και το προαιώνιο θεϊκό σχέδιο που συνδυάζει τη σωτηρία της ανθρωπότητας με την αύξηση της επιρροής και της εξουσίας της μονοθεϊστικής χριστιανικής πίστης), η κυρίαρχη, μα πεσιμιστική, θέση της μοίρας στα ανθρώπινα, η στενή σχέση του τόπου, των ηρώων και των γεγονότων του μυθιστορήματος με τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα που είναι γνωστά από την έρευνα, ο ιδιότυπος λόγος που γίνεται σχεδόν sui generis στην περίπτωση του Σαραμάγκου, προκαλούν την περιέργεια του αναγνώστη να μάθει περισσότερα για το συγγραφέα. Εκπλήσσεται, επομένως, όταν μαθαίνει ότι ο συγγραφέας προέρχεται από οικογένεια Πορτογάλων αγροτών, δεν έχει σπουδάσει σε πανεπιστήμιο και είναι αυτοδίδακτος. Δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί και να συμφωνήσει με τον Ουμπέρτο Έκκο, ο οποίος προλογίζοντας έκδοση κείμενων του Σαραμάγκου που είχαν αναρτηθεί στο blog του τελευταίου με τον τίτλο «Το Τετράδιο», έγραψε: «Περίεργο άτομο αυτός ο Σαραμάγκου. Είναι ογδόντα εφτά (το 2009)χρονών, με κάποια, λέει ο ίδιος σοβαρά προβλήματα υγείας, έχει κερδίσει το Νόμπελ (το 1998), διάκριση που θα του επέτρεπε να μην παράγει πλέον τίποτα, αφού έτσι κι αλλιώς έχει εξασφαλισμένη την είσοδό του στο Πάνθεον (…) και να τος που αρχίζει να γράφει σε μια ιστοσελίδα επιτιθέμενος λίγο-πολύ στους πάντες, προκαλώντας πολεμικές και αναθέματα από πολλές πλευρές- συνήθως όχι επειδή λέει πράγματα που δεν θα έπρεπε να πει, αλλά επειδή σε χάνει τον καιρό του για να μετρήσει τα λόγια του- κι ίσως αυτός ακριβώς να ήταν ο σκοπός του…».
Άθεος («Η αιωνιότητα του Θεού είναι αυτή ενός αιώνιου μη όντος», όπως λέει ο ίδιος), μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας, που όμως εξοργίζεται και στηλιτεύει την ανυπαρξία της Αριστεράς στην εποχή μας, είναι ένας ανυπόμονος «σοφός έφηβος» που θέλει να αλλάξει τον κόσμο (…πολλές επαναστάσεις χάθηκαν από την υπερβολική υπομονή. Προφανώς, δεν έχω τίποτε προσωπικά εναντίον της ελπίδας, αλλά προτιμώ την ανυπομονησία., ένα εκρηκτικό μείγμα πεσιμιστή-επαναστάτη που πιστεύει βαθιά στον άνθρωπο: είναι μοιραίο, επομένως, να αλλάξει την πορεία του αναγνώστη που θα «συνευρεθεί» μαζί του.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Booksiting στις 16/11/2022 στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα.