Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Γιώργος Σεφέρης, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, πληροφορείται την εμπόλεμη κατάσταση της χώρας και την καταγράφει στο ημερολόγιό του.
Βρίσκεται στον τόμο ΜΕΡΕΣ Γ’ των εκδόσεων Ίκαρος.
Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, άλλα ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπο της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη• πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες… Στη γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.
Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού υπόγραψε το διάγγελμα του και φύγαμε.
Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:
― Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;
― Και των Γερμανών, είπα.
― Τί δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις:
― Πέστε τους πώς είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.
… Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Αλα Λιτόρια».
Ανάσταση του Χριστού. Έγερση εκ των νεκρών. Η ζωή θριαμβεύει επί του θανάτου. Προσδοκία και ελπίδα. Προσφιλή πρόσωπα περνούν αβίαστα από το νου: το δικό μας πρόσωπο στα μάτια και το χαμόγελο των προηγούμενων γενιών. Πρόσωπα που νοηματοδοτούσαν και έδιναν υπόσταση στις εορτάσιμες ημέρες παλιότερων χρόνων. Ο παππούς, οι γιαγιάδες, ο πατέρας. Οι γενιές περνούν….
“Η άνοιξη αυτή μας βρήκε όλους απροετοίμαστουςκι ανόρεξους ή αδιάφορους –απροετοίμαστη κι η άνοιξη, σε κάθε της βήμα κοντοστέκεταισαστίζει και σωπαίνει κάτω απ’ τα λίγα της δέντρα– δε ρωτάει.Το φως επιστρέφειαπ’ το περσινό καλοκαίρι κατάκοπο κι αφηρημένο, απόμακρο,παραξενεμένο απ’ την καινούρια του νεότητα…” Γιάννης Ρίτσος, “Οδηγός ασανσέρ” ,1958 Post Views: 11
Δύο Έλληνες ποιητές της γενιάς του’30 τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας με διαφορά 16 ετών: ο Γιώργος Σεφέρης το 1963 και ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979. Ταξίδεψαν με το έργο τους, που μεταφράστηκε σε πολλές από τις γλώσσες του κόσμου, τους ανθρώπους στα ελληνικά ακρογιάλια και ακτές και τους έκαναν να γνωρίσουν της ελληνική…
Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη είναι μοναδική. Ο ήπιος τόνος των ποιημάτων του, η διαχρονικότητα των εννοιών που διατρέχουν την ανθρώπινη (και ιδίως την ελληνική) ιστορία, η φροντίδα της γλώσσας, που είναι ταυτόχρονα απλή, αλλά και νεωτερική και που στο έργο του καθρεφτίζεται επάξια τη χιλιόχρονη επιβίωσή της , η πανταχού παρούσα ελληνική ταυτότητα και…
Τίτος Πατρίκιος, Η ανάκριση Εκείνος που μ’ ανέκρινεήξερε πως φοβόμουνμα δεν του αρκούσεήθελε να με κάνεικι άλλο να φοβηθώαυτό ήταν το λάθος τουγιατί είχα φτάσει πιαεκεί που τελειώνει ο φόβος.Δεν του απάντησα σε τίποταέχει κι ο φόβος τα όριά τουόμως αυτό δεν το ήξερεόπως δεν το ήξερα κι εγώαργότερα το κατάλαβαπόσο φοβόταν κι εκείνοςόχι μονάχα…
«Φεύγετε να φεύγομε γιατ’ έρχετ’ ο τουρλόπαπαςμε την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του…» Ποιος δε θυμάται αυτό το δίστιχο που διαβάζαμε στα αναγνωστικά του δημοτικού και αποδίδεται στους καλικάντζαρους, που τέτοιες μέρες, λίγο πριν τα Θεοφάνεια και τον αγιασμό των υδάτων, ξεκουμπίζονταν άρον άρον από την επιφάνεια της Γης και ξαναγυρνούσαν στον Κάτω…