Το έργο
Πρόκειται για ένα από τα «αθηναϊκά» διηγήματα του συγγραφέα. Ξετυλίγεται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας του τέλους του 19ου αιώνα (γράφτηκε το 1894). Στόχος του συγγραφέα είναι να δώσει εικόνες από τις φτωχογειτονιές της Αθήνας και να θίξει τα κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται με τη φτώχεια.
Ο τόπος
«Η δυτική εσχατιά της πόλης», όπου ζει και εργάζεται η φτωχολογιά. Μέσα από αυτόν, αναδεικνύονται και τα προβλήματά της.
Το παντοπωλείο, όπου αποκαλύπτονται και οι ανάγκες των ανθρώπων της συνοικίας. Στο ίδιο παντοπωλείο συχνάζει και ο συγγραφέας (αυτοβιογραφικά στοιχεία), αφού και αυτός είναι ένας «κοσμοκαλόγερος», ζει μεν στην Αθήνα, αλλά αποτραβιέται από το πλούσιο και πολυσύχναστο κέντρο της. Συγκαταλέγει, έτσι, τον εαυτό του στη «φτωχολογιά», βιώνοντας παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις.
Το σπίτι του Μανόλη Φλοεράκη, όπου παρουσιάζεται ρεαλιστικά η φτώχεια και το δράμα της οικογένειας.
Το θέμα
Η παιδική αθωότητα σε σχέση με τον σκληρό κόσμο των μεγάλων. Το περιεχόμενο είναι κοινωνικό (θίγονται αρκετά διαχρονικά κοινωνικά προβλήματα), με ηθογραφικά στοιχεία που δίνονται με ρεαλισμό. Τέτοια είναι:
– το ρακένδυτο παιδάκι που ζητιανεύει και είναι αναγκασμένο να δέχεται τα πειράγματα των άλλων (παιδική επαιτεία)
– τα μεθύσια του πατέρα και η απουσία του από το σπίτι (αλκοολισμός που εμφανίζεται στις εργατικές τάξεις)
– ο ξυλοδαρμός της γυναίκας από τον άνδρα της, ο στιγματισμός της στη γειτονιά, παρά την αθωότητά της και (σε άλλη περίπτωση) η συμβίωση της γυναίκας με έναν άνδρα έξω από το θεσμό του γάμου (μειονεκτική θέση της γυναίκας στην κοινωνία και εκμετάλλευσή της από τον άνδρα, οικογενειακή βία)
– η εγκατάλειψη της οικογένειας από τον πατέρα (διάλυση της οικογένειας)
– η πείνα και η φτώχεια ( δεινή θέση της εργατικής τάξης)
– η εκμετάλλευση της φτώχειας από τον ευκατάστατο κουμπάρο (εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από «πολιτικάντηδες»).
Τα πρόσωπα και η στάση του συγγραφέα απέναντί τους
Ο συγγραφέας δε μένει αμέτοχος, αντίθετα εκφράζει τη συμπάθειά του στα προβλήματά τους: ελεεί το μικρό παιδί, παίρνει το μέρος της Γιαννούλας (ήτο φίλεργος, ήτον τιμία, ήτον αθώα) και στηλιτεύει τον Μανόλη (δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία, δεν έπαυσε να μεθύη, ήτον ζηλιάρης, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, ξενοκοιτάζη ) και τη στάση των γειτόνων (Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, Και η υστεροβουλία… σκοτωθής). Συμπαραστέκεται στον πόνο των δυστυχισμένων και κατακρίνει τους τεμπέληδες, τους χαιρέκακους και τους κουτσομπόληδες και επαινεί τους τίμιους. Είναι αντικειμενικός κριτής.
Το παιδί | Ο πατέρας | Η μητέρα | Ο κουμπάρος |
Αθώο, αφελές, θύμα της ανευθυνότητας του πατέρα του | Οκνηρός, φυγόπονος, γκρινιάρης, μέθυσος | Εργατική, αφοσιωμένη στην οικογένεια, τίμια, στυλοβάτης της οικογένειας | Καλοζωισμένος, πλούσιος και «ανοιχτοχέρης» |
Προκαλεί τη συμπόνια αλλά και την αγανάκτηση για την ανευθυνότητα των υπαιτίων που το έφεραν σε αυτή την άθλια κατάσταση | Ζηλιάρης και βίαιος | Τραγική, γιατί στέλνει το παιδί της να ζητιανέψει και ανέχεται τις επισκέψεις και τα δώρα του κουμπάρου | Άνθρωπος της εξουσίας, με κάποια ιδιοτέλεια στις πράξεις του |
Άπιστος σύζυγος και ανεύθυνος οικογενειάρχης | Μεθοδικός και υπομονετικός στην προσπάθειά του να πετύχει τους στόχους του. |
Η αφήγηση
Η αφηγηματική δομή του διηγήματος είναι αρκετά πρωτότυπη. Η αφήγηση εκτυλίσσεται ως εξής:
Α) Μπάρμπα….Δο μ’ κι άλλη μπάρμπα: In medias res (αφήγηση από τη μέση των πραγμάτων)
Β) Δεν ήτο…ο μπακάλης έπταιεν: αναδρομική αφήγηση.
Γ) Αλλ’ ας επανέλθω… την ιστορίαν: πολύ σύντομη επάνοδος στην κύρια αφήγηση.
Δ) Προ εννέα ετών…και χωρίς ραπτικήν μηχανήν: εγκιβωτισμένη αφήγηση (που γίνεται από τον μπακάλη).
Ε) Έμεινε χωρίς…. πατέρα στο σπίτι! : νέα επάνοδος στην κύρια αφήγηση. Η αφήγηση κλείνει κυκλικά (σχήμα κύκλου).
Επιλέγεται η μίμηση. Ο διάλογος εμφανίζεται στην αρχή και το τέλος του διηγήματος. Η αφήγηση γίνεται κυρίως σε γ’ πρόσωπο ( χωρία Β, Γ, Δ, Ε), αλλά και σε α’ πρόσωπο ( χωρίο Α). Έτσι η ζωή και ο πόνος των προσώπων που πρωταγωνιστούν στη ιστορία εμπλέκονται με αυτά του συγγραφέα.
Εκφραστικά μέσα
Ειρωνεία: δε διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία / το Σάββατο πρωί επονούσε αίφνης η μέση του / να σου θέλει το καλόν σου… να σκωτωθής.
Αντιθέσεις: η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο.
Συμβολικά ονόματα: Μανόλης Φλοεράκης (= ανεύθυνος), Γιαννούλα Πολύ-κάρπου (=καρπερή, με πολλά παιδιά)
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια ευχάριστη διάθεση που αμβλύνει την τραγικότητα που δημιουργεί η δυστυχία των προσώπων.
Βιβλιογραφία
– «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», επιμ. Νίκος Γεωργιάδης στο Κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνία Γυμνασίου-Λυκείου, 3 Πεζογραφία, Βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
– ΥΠΕΠΘ, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β’ τεύχ., Β΄ τάξη Γενικού Λυκείου, Βιβλίο καθηγητή, ΟΕΔΒ, Αθήνα2008.
Τη συλλογή διηγημάτων “Αθηναϊκά διηγήματα” του Αλ. Παπαδιαμάντη μπορείτε να προμηθευτείτε από τα online βιβλιοπωλεία ΙΑΝΟΣ και Greekbooks.