Τα καλοκαίρια, στη δεκαετία του 80, στο χωριό του πατέρα, βοηθούσα τον παππού να ποτίσει το κτήμα με τις καρυδιές. Μικρά πόδια κάτω από μεγάλους ίσκιους καρυδιών. Το νερό έτρεχε σιωπηλά στις ρίζες, κι εγώ πίστευα πως κάθε σταγόνα μπορούσε να κάνει τον κόσμο να ανθίσει ξανά.
Ξεκουραζόμουν κάτω από τα πανύψηλα έλατα, δέντρα που δεν λύγιζαν ποτέ, ακόμη κι όταν οι άνεμοι τους μιλούσαν άγρια, όταν με τους φίλους μου πήγαινα για περπάτημα ως το διπλανό χωριό και μας έπιανε η ζέστη. Ο δρόμος σκονισμένος, τα βήματα ελαφριά, και στο τέλος το ρυάκι. Σύνορο και παιχνίδι μαζί. Είχα μάθει σε ποιες πέτρες να πατήσω για να μην βραχώ. Μικρή τέχνη που δεν την έγραψε ποτέ κανένα βιβλίο.
Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν η λάσπη. Στα χέρια μου το χώμα, ποτισμένο με νερό, μεταμορφωνόταν σε σχήματα που μόνο εγώ καταλάβαινα. Κι όταν έπεφτε η νύχτα, κυνηγούσαμε πυγολαμπίδες. Σπίθες που άναβαν και έσβηναν, πάντα λίγο πιο μακριά από το χέρι μας. Πάντα είχα μια απορία: Πώς τα βουνά μπορεί να είναι τόσο ψηλά; Πώς πήραν το σχήμα ακίνητων κυμάτων οι κορφές τους;

Το φθινόπωρο, γυρνώντας στο σχολείο, με αγριεμένα τα χαρακτηριστικά από το βουνίσιο αέρα και τα μυαλά γεμάτα νέες ιδέες, οργανωθήκαμε με τα κορίτσια της τάξης μου σε μια «παρέα για το περιβάλλον». «Και τι θα κάνουμε;» με ρωτούσαν. «Από την αυλή μας θα αρχίσουμε» απαντούσα. Ένα διάλειμμα αρκούσε για να την καθαρίσουμε, χωρίς κανείς να μας το ζητήσει. Είχα διαβάσει τότε σε παιδικό περιοδικό ότι, αν οι άνθρωποι δε σταματήσουν να ρυπαίνουν το περιβάλλον, σε 30 χρόνια οι θάλασσες θα είναι γεμάτες σκουπίδια και ο αέρας τόσο μολυσμένος, που δεν θα μπορούν να τον αναπνεύσουν. Δεν το πίστεψα. Η απόσταση τριάντα χρόνων μού φαινόταν ατελείωτη, σαν να μην καταφέρει να έρθει ποτέ. Είχα μια απορία: θα μπορούσε η ζωή να γίνει τόσο δύσκολη και οι άνθρωποι δε θα αντιδράσουν; Δε θα κάνουν τίποτε για να μη φτάσουν σ’αυτό το σημείο;
Πέρασαν 40 χρόνια. Δεν πάω πια στο χωριό του πατέρα. Έγινα κι εγώ παιδί της πόλης. Μα ακόμη σκύβω στην άμμο και μαζεύω όσα σκουπίδια μπορώ και τα πετάω στον κάδο. Το μέλλον είναι εδώ, όπως το περιέγραφε το περιοδικό: οι θάλασσες πνίγονται στα σκουπίδια, οι άνθρωποι τα βλέπουν, σιχαίνονται, αλλά δεν σκύβουν. Δεν έκαναν τον κόπο. Δεν κάνουν τον κόπο. Οι αρχαίοι, που τους μνημονεύουμε στις διεκδικήσεις μας αλλά δε διδασκόμαστε από αυτούς πια, έλεγαν πως από τα λόγια ως τις πράξεις υπάρχει δρόμος μακρύς. Ακόμα και τις λέξεις που μας άφησαν πληγώνουμε: “περιβάλλον”, αυτό που μας περι-βάλλει, που μας αγκαλιάζει, εκεί που ανήκουμε, εκεί που θα καταλήξουμε. Δεν είμαστε εμείς ΚΑΙ αυτό, αλλά εμείς ΜΕΣΑ σ’ αυτό. Σπάμε τους κρίκους της αλυσίδας, λες και είναι ατελείωτοι ή αναλώσιμοι, ενώ είναι αλληλένδετοι και αναπόσπαστοι με τη ζωή μας.
Ζούμε μόνο με δικαιώματα, πάνω σε θεμέλια εφήμερα, σαν να μην έρθει ποτέ η ώρα να λογοδοτήσουμε. Έρχονται, όμως, φευ, οι επόμενες γενιές και μακάρι να μην πάρουν στα σοβαρά το μήνυμα που τους δίνουμε: “κοίτα να είσαι εσύ καλά, και τα υπόλοιπα….”.
Τα αποκαΐδια της πατρίδας μου κάθε χρόνο κοκκινίζουν την οθόνη. Κι εγώ θυμάμαι τα βουνά. Τότε που με έκαναν να απορώ για το σχήμα τους. Τώρα απορώ αν θα μείνει τίποτα να στέκει ακόμη εκεί ψηλά, όταν τα παιδιά που έρχονται θα σηκώσουν το βλέμμα.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 2022 με αφορμή τις πυρκαγιές στην Εύβοια και δυστυχώς παραμένει επίκαιρο.
Οι εικόνες προέρχονται από το Homo universalis
Discover more from Φιλοblogiko
Subscribe to get the latest posts sent to your email.