Μπορεί να είμαστε στο τέλος του. Κάθε Αύγουστος όμως είναι μοναδικός στη ζωή μας. Κανένας άλλος δεν έχει το φως, την απλοχεριά του, το φεγγάρι του. Είναι το τέλος του κάθε καλοκαιριού που θέλει να τα δώσει όλα για να περάσει μ’αυτό τον τρόπο στην ιστορία. Και ο μήνας αυτός δεν τσιγκουνεύται τίποτα. Ας τον χαρούμε ως την τελευταία του μέρα, την τελευταία του ώρα, αφού ίδιος και απαράλλαχτος δεν πρόκειται να ξαναεμφανιστεί ποτέ όσο ζούμε.
“Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας˙ αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο˙ αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου˙ όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητάει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη˙ τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω τα μεριά τά’ χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο˙ κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα. Όμως κάτι τού’ λειπε: μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του’βαλα δυό κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντήλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
(Νίκος Καζαντζάκης, “Αναφορά στον Γκρέκο”, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007)
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπό του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να’ ρθει, να τρυγήσει τα’ αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ – πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί˙ μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα˙ κι έλεγα: «Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό». Τι’ ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι άνθρωποι και μεθούνε, γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» μου αποκρίθηκε.
………………………………………………………………………………………………
Αύγουστος μήνας, ο πιο ανοιχτοχέρης κι αγαπημένος, βαρβάτος νοικοκύρης, με τις αγκαλιές φορτωμένες μελωμένα πωρικά και σεριανίζει στα μποστάνια και στ’ αμπέλια, πασαλειμμένος με κατακάθια του κρασιού, με διπλά προγούλια και τριπλές κοιλιές, με ορθή ουρά, άγιος Σάτυρος, μεγάλη η χάρη του! που χαίρεται και τρυγάει αιώνια το αμπέλι του την Ελλάδα.”