Η Λέσχη Ανάγνωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης φιλοξένησε την παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025 τον συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλο με τα βιβλία του “Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον” (2022) και ” Μαργαρίτα Ιορδανίδου” (2024)
Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούμε σε δύο παλιότερα βιβλία του . “Το Μαύρο νερό” ( 2019, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2020) και τη νουβέλα “Η θάλασσα” (2020) και τα δύο από τις εκδόσεις Κίχλη.
Το ηλεκτρονικό περιοδικό “Θράκα” φιλοξένησε την κριτική μου για το “Μαύρο Νερό”

Ακολουθεί η κριτική μου για τη νουβέλα “Η Θάλασσα”.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος στο βιβλίο του Η Θάλασσα, μας δίνει μια συγκινητική και πολυεπίπεδη νουβέλα που ισορροπεί ανάμεσα στη δυστοπική φαντασία, την ποιητική αφήγηση και τη φιλοσοφική αναζήτηση. Πρόκειται για ένα έργο που ενορχηστρώνει τη μνήμη, την απώλεια και την επιμονή της ζωής να αναγεννιέται, ακόμα και μέσα από την καταστροφή.
Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε ένα ορεινό χωριό, ονειρεύεται τη θάλασσα χωρίς να την έχει αντικρίσει ποτέ και καταλήγει να επιβιώνει σε μια υπόγεια πολιτεία, έπειτα από μια παγκόσμια καταστροφή. Η μετάλλαξη που την έσωσε από την εξάπλωση του θανατηφόρου ιού που αφάνισε τον ανθρώπινο πληθυσμό, την καταδικάζει ταυτόχρονα σε μια ζωή αποκομμένη από το φως του ήλιου και τη δημιουργία. Η θάλασσα, αρχικά ένα άπιαστο όνειρο, μετατρέπεται σε υπαρξιακή ανάγκη και σε οδηγό για την απόδραση και την επιστροφή στο παρελθόν – μια επιστροφή που δεν αφορά μόνο τη γεωγραφία, αλλά και την αναζήτηση του χαμένου εαυτού.
Στις ειδήσεις, στην τηλεόραση, βλέπαμε ν’ απλώνεται η θάλασσα εκεί που πρωτύτερα ήταν πάγοι. Δεν είχα πάει ποτέ στη θάλασσα, την είχα δει μονάχα στην τηλεόραση, μα πάντα μου φαινόταν ψεύτικη. ήμουν σίγουρα πως στην πραγματικότητα θα ήταν αλλιώτικη και τη φανταζόμουν πώς θα’ ταν άμα στεκόμουν μπροστά της. Ήμουν ξυπόλητη στην άκρη άκρη, εκεί που έφτανε ο αφρός, και κοίταζα τα κύματα ͘ μα δεν τολμούσα να φανταστώ τον εαυτό μου μέσα της. Με το που με τύλιγε το νερό στη φαντασία μου, πνιγόμουν και πολεμούσα να πάρω ανάσα, βουλιάζοντας σαν να ήμουν ξυπνητή αλλά λες και ονειρευόμουν.
Ο πατέρας μου όλο έλεγε πως θα μας πήγαινε να τη δούμε μα ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μ’ άρεσε ΄πιο πολύ έτσι, που μπορούσα να τη βλέπω με το νου μου.(σελ. 16)
Η νουβέλα στήνει το σκηνικό της με την ευαισθησία και τον υπαινικτικό συμβολισμό που χαρακτηρίζουν το έργο του Μακρόπουλου. Τα σύμβολα είναι διάσπαρτα και βαθιά φορτισμένα: ο αμμωνίτης, ένα απολίθωμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, γίνεται προάγγελος της συνειδητοποίησης ότι η θάλασσα κάποτε κάλυπτε τα πάντα και, ίσως, συνεχίζει να υπάρχει με τρόπο αφανή, μέσα μας. Το σκουριασμένο κλειδί στον βυθό υποδηλώνει ότι η επιστροφή δεν είναι ποτέ εύκολη, απαιτεί βουτιά στα πιο βαθιά και σκοτεινά νερά της ύπαρξης. Η μνήμη, αποσπασματική και επιλεκτική, αναδεικνύεται ως ο τελευταίος συνδετικός κρίκος με το χαμένο κόσμο.
Ο Μακρόπουλος αντλεί από την επιστημονική φαντασία όχι για να δημιουργήσει απλώς ένα εναλλακτικό μέλλον, αλλά για να χαρτογραφήσει την ψυχολογία της απώλειας και της ανάγκης για λύτρωση. Στην παράδοση του Ταρκόφσκι και της λογοτεχνικής δυστοπίας, η νουβέλα του λειτουργεί ως φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην επιβίωση, την αναγέννηση και τη βαθιά σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον.
Κάθε ξεχωριστή εικόνα κλείνει ατόφιο όλον μου τον εαυτό μέσα της, όπως το κουκούτσι από το δέντρο κλείνει μέσα του όλο το δέντρο. Είμαι τα χέρια της μητέρας μου που καθαρίζουν το ροδάκινο ͘ είμαι ο σκύλος που γαυγίζει ͘ είμαι η σαύρα που τρυπώνει ανάμεσα στις πέτρες στη ρημαγμένη χορταποθήκη ͘είμαι το άγανο που μπλέχτηκε στα κοριτσίστικα μαλλιά μου. Δεν μπορούν να μπουν σε μια σειρά όλα αυτά. μόνο σαν σκόρπιες εικόνες, ξέχωρες, μπορούν να υπάρχουν. (σελ. 47)
Η αφήγηση, που κυλά με λιτότητα και ποιητική οικονομία, δεν στηρίζεται σε δραματικές εξάρσεις, αλλά σε υπαινιγμούς και λεπτές μεταπτώσεις της ατμόσφαιρας.
Είχαμε φάει δύο ροδάκινα. πάνω στο τραπέζι ήταν ένα πιάτο με τα δύο κουκούτσια, φλούδες και ζουμιά, και παραδίπλα το μαχαίρι, που η λαβή του έπαιζε λίγο κι έπρεπε αν προσέχεις, όπως ξεφλούδιζες ή έκοβες, μην ξεφύγει η λεπίδα και κοπεί ͘ τη θυμάμαι αυτή τη σκηνή, όπως αν ήταν φωτογραφία που θα την κρατούσα τώρα δα στα χέρια μου και θα την κοίταγα. (σελ.15)
Ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, καθώς οι αναμνήσεις και η πραγματικότητα διαπλέκονται, δημιουργώντας ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το ορατό και το αόρατο.
Πάλευα να κρατήσω τα πράγματα και τα έχανα προτού καν τα χάσω. Ο Λάμπρος δεν πολυκαταλάβαινε τι γινόταν, αλλά ένιωθα κάθε στιγμή τον πατέρα και τη μητέρα να μ’αποχαιρετούν. Ένας αποχαιρετισμός κρύβονταν στο μελάτο αυγό που μου καθάριζε η μητέρα μου και στους κόμπους που’χε δέσει ο πατέρας μου στην κούνια που μας έφτιαξε στον κήπο. Κουνιόμουν πάνω κάτω, ολοένα πιο ψηλά, ώσπου ανάμεσα στα πόδια μου φαινόταν, μικρή , η καμινάδα του αντικρινού σπιτιού. Κάθε φορά που έφτανα στην κορυφή της ταλάντωσης, για μια στιγμή έλεγα πως θα κοκκάλωνα εκεί και ο χρόνος μαζί μου ͘θα έμενα για πάντα έτσι …(σελ. 42-43)
Η Θάλασσα είναι μια ιστορία καταστροφής, αλλά κυρίως μια ιστορία επιστροφής. Μέσα από μια λιτή και σχεδόν μεταφυσική αφήγηση, ο συγγραφέας αποτυπώνει τη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο και τον εαυτό του. Μια νουβέλα που αποδεικνύει πως ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα, η επιθυμία για ζωή και το όνειρο μιας θάλασσας που μας περιμένει, μπορούν να είναι αρκετά για να μας οδηγήσουν στην αναγέννηση.


