Όταν οι λέξεις έκρυβαν συναισθήματα και φυλάκιζαν τις στιγμές
Θυμάμαι ακόμα πώς ήταν να παίρνεις γράμμα στο σπίτι. Το σφραγισμένο φάκελο, το γραφικό χαρακτήρα, το καρδιοχτύπι πριν τον ανοίξεις.
Ήμουν από εκείνα τα κορίτσια που είχαν φίλους αλληλογραφίας — πολλούς. Από κάθε γωνιά της Ελλάδας, αργότερα και του εξωτερικού. Ανταλλάσσαμε γράμματα για χρόνια. Μερικοί από εκείνους τους ανθρώπους είναι ακόμη στη ζωή μου σήμερα — κρατάμε ζωντανή την επικοινωνία με χαρτί και μολύβι, μια σχέση που κρατάει, σε πείσμα των τεράστιων αλλαγών που επιτεύχθηκαν στην επικοινωνία.
Ήταν η εποχή των ‘80s, τότε που στα σχολικά διαλείμματα οι συμμαθήτριες αντάλλασσαν διευθύνσεις, αυτοκόλλητα, μικρά σημειώματα και κόλλες αλληλογραφίας από αρωματικό χαρτί, για να εμπλουτίσουν τη συλλογή τους. Δεν ήταν απλώς μόδα. Ήταν τρόπος να συνδεθείς, να μοιραστείς, να μεγαλώσεις παρέα με κάποιον που μπορεί να μην είχες συναντήσει ποτέ.
Γράφαμε για τα πάντα — τα σχολεία μας, τα όνειρα, τις μουσικές μας, τους έρωτες, τα μικρά μας μυστικά. Και περιμέναμε απάντηση. Εκεί κρυβόταν η μαγεία: στην αναμονή, στην αφοσίωση, στην προσδοκία.

Μια τέχνη που σήμερα μοιάζει μακρινή
Η επιστολογραφία είναι κάτι πολύ παραπάνω από ανταλλαγή πληροφοριών. Είναι μια πράξη οικειότητας. Παλιά, για να στείλεις ένα γράμμα, έπρεπε να βρεις χρόνο, χώρο, σκέψη. Έπρεπε να ακούσεις τον εαυτό σου πριν πεις κάτι στον άλλον.
Η τέχνη της, όπως μ’ αρέσει να τη χαρακτηρίζω, έχει ρίζες που χάνονται στους αιώνες. Στην αρχαία Ελλάδα, οι επιστολές είχαν φιλοσοφικό, πολιτικό αλλά και προσωπικό χαρακτήρα. Περίφημες θεωρούνται οι επιστολές τού Δημοσθένη, τού Λυσία, τού Πλάτωνα, του Επίκουρου. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, διαμορφώθηκε ως ιδιαίτερο είδος λόγου, και είναι γνωστές του Κικέρωνα, του Οράτιου, του Οβίδιου, ενώ στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, εξελίχθηκε σε βασικό μέσο ανταλλαγής πληροφοριών, συναισθημάτων πνευματικής ανταλλαγής.
Ο 18ος αιώνας θεωρείται από πολλούς μελετητές ως ο «χρυσός αιώνας» της επιστολογραφίας στην Ευρώπη. Μέσα από τις επιστολές τους, οι συντάκτες δεν μεταφέρουν απλώς πληροφορίες, αλλά ανοίγονται συναισθηματικά, καταθέτουν σκέψεις και προσωπικά βιώματα — κάτι που έως τότε συναντούσαμε κυρίως στη λογοτεχνική μυθοπλασία.
Μέχρι τον 20ό αιώνα, η επιστολή ήταν ο μόνος τρόπος για να ταξιδεύσουν οι σκέψεις από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο — χωρίς τη μεσολάβηση οθονών ή αλγορίθμων. Χαρτί, μελάνι και χρόνος: αυτά ήταν τα απαραίτητα υλικά για να φτιαχτεί ένας μικρός κόσμος ανάμεσα στις λέξεις.
Πολλά λογοτεχνικά έργα δανείζονται τη μορφή της επιστολής ως αφηγηματικό μέσο, όπως για παράδειγμα «Τα γράμματα σε ένα νέο ποιητή» τού αυστριακού ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε ή ακόμα το μυθιστόρημα τού Στρατή Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω».
Η επιστολή είναι κατεξοχήν διάλογος: δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αποδέκτη. Ξεκινά με μια προσφώνηση και καταλήγει με έναν αποχαιρετισμό, γιατί γράφεται πάντα για κάποιον συγκεκριμένο. Μέσα στην επιστολογραφία οι ρόλοι συγγραφέα και αναγνώστη εναλλάσσονται, ενώ κάθε γράμμα υπηρετεί έναν σκοπό — είτε πρόκειται για μια απλή διεκπεραίωση, όπως η πληρωμή ενός λογαριασμού, είτε για τη διατήρηση μιας σχέσης που δοκιμάζεται από την απόσταση.

Από τα γράμματα στα likes
Κι έπειτα ήρθε η εποχή της ταχύτητας. Όλα να χωρέσουν σε ένα emoji, μια ειδοποίηση, μια φευγαλέα απάντηση. Δεν είναι κακό — είναι απλώς αλλιώς. Αλλά όσο πιο γρήγορα κινούμαστε, τόσο πιο πολύ χρειαζόμαστε όλοι μας να επιστρέψουμε σε κάτι πιο αργό, πιο ήσυχο, πιο δικό μας.
Σήμερα, η γραπτή επιστολή μοιάζει να χάνει έδαφος μπροστά στην ταχύτητα και την ανεπιφύλακτη συντομία των μηνυμάτων στα κινητά, αποξενώνοντας τους ανθρώπους από την τέχνη του γραπτού λόγου. Και όμως, για όσους συνεχίζουν να επιλέγουν το χαρτί και το μελάνι, η επιστολή προσφέρει μοναδικά οφέλη: επιτρέπει την έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων με μια ειλικρίνεια και βάθος που δύσκολα πιάνει ο προφορικός λόγος, ενώ η ίδια η διαδικασία της ανάγνωσης —αργή, με δυνατότητα επανειλημμένων αναγνώσεων —ενισχύει τις ψυχικές και πνευματικές δονήσεις που το κείμενο μεταφέρει.
Η έλλειψη του τελετουργικού χαρακτήρα της παραδοσιακής αλληλογραφίας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, ειδικά στους νέους, που την αντιμετωπίζουν ως μουσειακό, πλέον, είδος: αντί για την προσεκτική σύνταξη που απαιτεί μια επιστολή, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την «αδιακρισία των οθονών», όπου οι νέοι εκφράζονται κυρίως μέσα από emojis, GIFs και συντομογραφίες. Αυτά τα εικονίδια – όσο ζωηρά και αν φαίνονται – συμπιέζουν πολύπλοκα συναισθήματα σε ελάχιστους χαρακτήρες, αδυνατώντας να αποδώσουν την πλήρη γκάμα των ψυχικών καταστάσεων. Τα νέα παιδιά δυσκολεύονται να περιγράψουν με λέξεις τα συναισθήματά του είτε γραπτά είτε προφορικά.
Η διαδοχή μηνυμάτων σε χρόνους εξπρές εξανεμίζει την αργή απόλαυση της ανάγνωσης, η οποία παλαιότερα επέτρεπε στον παραλήπτη να ξαναγυρίσει ξανά στα ίδια λόγια, να τα ζυγίσει, να τα αισθανθεί. Η έλλειψη αυτής της σημειολογίας – το βάρος ενός χειρόγραφου αποχαιρετισμού, η υφή και το άρωμα του χαρτιού – σηματοδοτεί μια γενική απώλεια βάθους και εσωτερικής σύνδεσης, καθώς οι δυνητικές ψυχικές δονήσεις δεν προλαβαίνουν πια να απλωθούν στον χρόνο, αλλά χάνονται στην επόμενη ειδοποίηση.
Με εκτίμηση (και λίγη συγκίνηση)
Discover more from Φιλοblogiko
Subscribe to get the latest posts sent to your email.