Πολύ συχνά ο όρος “διακειμενικότητα” προβληματίζει όποιον τον ακούει για πρώτη φορά (και ειδικά τους μαθητές). “Εκ πρώτης ακοής” φαίνεται να κατατάσσεται σε αυτούς τους δυσνόητους κειμενικούς – λογοτεχνικούς όρους, που δημιουργήθηκαν για να “μας κάνουν τη ζωή δύσκολη”. Αποτελεί, όμως, βασική λειτουργία της τέχνης του λόγου (της λογοτεχνίας, δηλαδή) η οποία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, δε βασίζεται στην παρθενογένεση. Η διακειμενικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η “συνδιαλλαγή”, ο διάλογος, απλά, που έχει ο λογοτέχνης με άλλα κείμενα και δημιουργούς στη συγγραφική του πορεία: η συσσώρευση εικόνων, λέξεων, ακουσμάτων, αποσπασμάτων κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στα μονοπάτια της τέχνης του, ξεδιπλώνονται στα κείμενά του και παίρνουν νέα μορφή και λειτουργία.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ποίησης του Γ. Σεφέρη, ο οποίος συνδιαλέγεται με τον Ευριπίδη στην “Ελένη” ή τον Πλάτωνα στο “Επί ασπαλάθων…” ή τον Όμηρο και τον Ζοακίμ ντυ Μπελαί στο “Πάνω σ’έναν ξένο στίχο”.
Αρκετά διαφωτιστικό το κείμενο του Παντελή Λιάκα στο ηλεκτρονικό περιοδικό Literature.gr που μπορείτε να διαβάσετε εδώ.