Την Καθαρά Δευτέρα
θα φάμε πιταστές
κρεμδάκια και σκορδάκια
και λίγες μυρωδιές.
Με αυτό το τετράστιχο συνόδευε ο παππούς μου την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όπου “πιταστές” ήταν οι λαγάνες στο ηπειρώτικο ιδίωμα και “μυρωδιές” ο άνηθος. Ως κόρη παντοπώλη, που ο πατέρας της εργάζονταν την ημέρα αυτή, παρ’ ότι γενική αργία, το είχα παράπονο που δε φεύγαμε από το πρωί, όπως οι άλλες οικογένειες, για τις γύρω εξοχές ή παραλίες, αλλά έπρεπε να περιμένουμε το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, όταν θα έκλεινε το μαγαζί, για να πάμε κάπου. Πολλές χρονιές, όταν η μέρα έπεφτε μέσα στο Φλεβάρη, ο καιρός ήταν απαγορευτικός και έτσι το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας στρώνονταν μέσα στο σπίτι. “Τα εν υπαίθρω” Κούλουμα γίνονταν τελικά “εν άστει”.
Και στις δύο περιπτώσεις, κατσαρόλα δεν έμπαινε στην κουζίνα, ούτε μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι. Μόνο πιατέλες σερβιρίσματος και πετσέτες. Την τιμητική τους είχαν οι ελιές οι “ζαρωμένες”, τα ξερά κρεμμύδια κομμένα στα τέσσερα σερβιρισμένα με αλάτι, τα φρέσκα σκορδάκια με την έντονη αψάδα και μυρωδιά , ταραμοσαλάτα φτιαγμένη από το πρωί από τη μαμά με ροζ ή άσπρο ταραμά χτυπημένη στο γουδί, μαζί με μουλιασμένο ψωμί, λάδι και λεμόνι και ο χαλβάς σερβιρισμένος στο χαρτί του: βανίλια ή βανίλια κακάο.
Τη λαγάνα την έφερνε ο παππούς από το φούρνο, ο οποίος είχε επωμιστεί το καθημερινό καθήκον της προμήθειας του επιούσιου άρτου. Τα παιδιά μπορούσαμε να περάσουμε όλη τη μέρα με λαγάνα και χαλβά ως προσφάι ή ταραμοσαλάτα, η υπερβολική κατανάλωση των οποίων γινόταν αισθητή μετά τις απογευματινές ώρες!
“Ντελικατέσεν” της εποχής στο τραπέζι μας, λόγω του ότι υπήρχαν και ως εμπόρευμα στο μαγαζί, οι κονσέρβες. Δεδομένου ότι ήταν εξ ορισμού η εποχή του χειροποίητου, οι κονσέρβες εξυπηρετούσαν κυρίως τους εργένηδες και τις ανάγκες των εκδρομικών εξορμήσεων, γι’ αυτό και σπάνιζαν από το τραπέζι μας και θεωρούνταν “λιχουδιές”. Ντολμαδάκια ΖΑΝΑΕ, καλαμαράκια με λίγο πικάντικη κόκκινη σάλτσα ΦΛΟΚΟΣ και χταποδάκι (πλοκάμια) ξυδάτο: εξαιρετικής ποιότητας μεζέδες! Όλα συνοδευμένα από τσίπουρο (κάποιας οικιακής) παραγωγής.
Κάπως έτσι ήταν στρωμένο το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας, το λιτό, το σπιτικό, μακριά από εξεζητημένες παρασκευές, υπερβολές στην ποσότητα ή στην ποικιλία των εδεσμάτων. Μακριά επίσης από κάθε είδους τοπικούς, φολκλόρ και κακόγουστους εορτασμούς με “δωρεάν φασολάδα”, που καταλήγουν σε ψηφοθηρικές καμπάνιες δημοτικών, νομαρχιακών ή εθνικών πολιτευτών, συνοδευμένες ενίοτε με τα “παραδοσιακά” λαϊκά “καψουρο-γλέντια”. Μακριά και από την άγρα τραπεζιού για όλη την οικογένεια σε παραλιακή ή εξοχική ταβέρνα που σερβίρει το κατεψυγμένο καλαμαράκι ως την πεμπτουσία της Σαρακοστής και της χοληστερίνης.
Υστερόγραφο
Αφού τελείωσα με τη συγγραφή του άρθρου, έπεσα πάνω σε ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο για την εφημερίδα “Η Πρωΐα” 8-3-1943, δημοσιευμένο στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” , το οποίο και αναδημοσιεύω, γιατί θεωρώ ότι είναι στο ίδιο μήκος κύματος.
ΚΟΥΛΟΥΜΑ (Πρωία, 8.3.1943), Κώστας Βάρναλης
–Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα. Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των αρχαίων. Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει. Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα. Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους. Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και δρόμων. ΄Ητανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς προσπάθεια. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη «βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.
Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.
Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.
Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού. Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και φώτιζε και θέρμαινε τη γης.
Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας. Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι αντιστροφή της ανισότητας.
Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα. Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο και το «λες και ήταν χτές»…