Αν ζούσες το Πάσχα στην Ελλάδα του ’80, τότε θυμάσαι μια εποχή όπου η λέξη “παράδοση” σήμαινε φασαρία, φαγητό και φωνές – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Ήταν η δεκαετία όπου τόσο οι πόλεις, ειδικά οι επαρχιακές, αλλά και οι γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων (ακόμα υπήρχαν τέτοιες), όσο και τα χωριά μετατρέπονταν σε κέντρα διεθνούς… σαρκοφαγίας, και κάθε αυλή γινόταν πίστα δημοτικού και ελαφρολαϊκού (ενίοτε και βαριού λαϊκού, μετά την οινοποσία) τραγουδιού και χορού.
🧼 Η μάνα τη Μεγάλη Εβδομάδα – Νίντζα Γενικής Καθαριότητας
Η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινούσε με το εθνικό σπορ: γενική καθαριότητα. Η μάνα με τη σκούπα στο ένα χέρι και το ξεσκονόπανο στο άλλο γινόταν Νίντζα: καθάριζε και τις χαραμάδες! Δεν μπορούσες να περάσεις από το σαλόνι (ούτε απ’ έξω) χωρίς να ακούσεις το κλασικό: “Βγάλε τα παπούτσια! Καθάρισα!” Η πόρτα έκλεινε ερμητικά και άνοιγε μόνο την Κυριακή του Πάσχα για να υποδεχτεί, ίσως, αργά το απόγευμα κάποιον “ετεροδημότη” συγγενή, σπάνια κάποιον φίλο ή γνωστό, αφού όλοι χώνευαν το αρνί. Το σαλόνι, όμως, στολίζονταν με τα κουλούρια, τσουρέκια και αυγά που εννοείται πως κανείς δεν άγγιζε πριν το βράδυ του Μ. Σαβάτου, γιατί τον περίμενε Κόλαση επί … της Γης !
🥚 Αυγά, κουλούρια και άλλα όπλα
Τη Μ. Τετάρτη και τη Μ. Πέμπτη γινόσουν part-time ζαχαροπλάστης και full-time αυγοβαφέας. Τα αυγά τα έβαφες με εκείνη την μυστηριώδη βαφή που μύριζε θάνατο και ξύδι, και όταν τελείωνες, είχες πιο κόκκινα χέρια κι απ’ τον Ράμπο.
Τα κουλουράκια δε, έβγαιναν πάντα ή πολύ καμένα ή ωμά – αλλά τα τρώγαμε (μόνο το βράδυ του Μ. Σαββάτου, είπαμε, και μετά) σαν να ήταν Michelinάτα!
🙏 Εκκλησία κάθε βράδυ – και μετά… ο Ρόμπερτ Πάουελ
Τη Μεγάλη Εβδομάδα στα ’80s δεν υπήρχε “αν θα πάμε εκκλησία”. Υπήρχε μόνο “τι ώρα φεύγουμε;”. Πηγαίναμε κάθε βράδυ, βάζαμε τα “καλά μας”, και καθόμασταν με τις γιαγιάδες στην ίδια σειρά κάθε χρόνο – τάμα.

Και μόλις γυρίζαμε σπίτι; Το απόλυτο εθνικό after: “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ” – πρώτη προβολή, κάθε χρόνο.
Ο Ρόμπερτ Πάουελ με εκείνο το βλέμμα-λέιζερ που μας έκανε να νιώθουμε τύψεις ακόμα κι αν είχαμε απλά δοκιμάσει τη ζύμη από το κουλουράκι πριν την Ανάσταση.
🕯️ Η Ανάσταση και η Λαμπάδα με τη Bibi- bo ή τον Θάντερκατς
Η Ανάσταση είχε τα πάντα:
- Άγχος να μη σβήσει η λαμπάδα (spoiler: σβήνει ΠΑΝΤΑ).
- Κάψιμο στα χέρια από τα κεριά που έσταζαν
- Τον ξάδερφο με τη λαμπάδα-τούβλο που έπαιζε μουσική, έβγαζε φως, και είχε πάνω έναν Θάντερκατ.
- Η κλασική ατάκα “Δώσε λίγο φως!”
- Το “Χριστός Ανέστη” να ακούγεται με echo από τα μεγάφωνα της εκκλησίας.
- Και τη γιαγιά που σου ‘ριχνε μια κουταλιά μαγειρίτσα λέγοντας “έλα, να ανοίξει το στομάχι”. Το έκλεινε, βασικά, η όψη των εντοσθίων που επέπλεαν της σούπας.

🔥 Η Σούβλα: Το φετίχ των ’80s
Η Κυριακή του Πάσχα είχε σούβλα. Ξυπνούσες από τις 6:30 (ναι, Κυριακή) από τις φωνές του παππού, του πατέρα και του θείου, που ρίχναν τον πρώτο καυγά για το πού ακριβώς έπρεπε να στηθεί η σούβλα, ώστε να μη τους χτυπήσει ο ήλιος, όταν θα ανέτειλε! Ύστερα ο θόρυβος από το στήσιμο, οι παραγγελίες για αλατοπίπερο, λεμόνια, μεζέδες κλπ στις γυναίκες στην κουζίνα που γίνονταν φωναχτά (εποχή χωρίς κινητά , θυμίζω) και τις φωνές τύπου “Το γύρισες; Πιάσ’ το κεφάλι! Γυρνά πιο σιγά! Βάλε το κοκορέτσι από δίπλα!”.
Το γύρισμα του αρνιού ήταν τιμή. Αν σε άφηναν να το γυρίσεις, ήσουν πλέον άντρας/γυναίκα με αξία.
Κι αν όχι, έπαιζες με τα ξαδέρφια σου και μετά έτρωγες ό,τι περίσσευε από το τραπέζι των μεγάλων. Δηλαδή κόκαλα.
🪩 Γλέντι με κασετόφωνο και Μπίγαλη
Το μεσημέρι στο τραπέζι είχε πάντα χορό. Κάποιος θείος άνοιγε κασετόφωνο στο τέρμα με Μπίγαλη, Τερζή ή Καζαντζίδη. Κάποια θεία χόρευε τσιφτετέλι με ποτήρι στο κεφάλι. Ο παππούς κοιμόταν σε πλαστική καρέκλα. Και κάποιος μεθυσμένος φώναζε: «Βάλε το “Προσκλητήριο που μου’πεσε απ’ τα χέρια” Βάλε Μάκη!»
Κάπου εκεί, έσπαγε κι ένα αυγό ακόμα – έτσι για το καλό. Και τα τσίπουρα και τα κρασιά έρεαν άφθονα!
💭 Πάσχα στα ’80s = no WiFi, full Κέφι
Ήταν τα χρόνια που όλα ήταν πιο αυθεντικά. Το μόνο “story” που είχες ήταν αυτό που διηγούταν ο πατέρας σου μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί. Και το μόνο «filter» ήταν το δαχτυλίδι από τον καπνό της ψησταριάς. Το «μαζί» είχε ουσία και δεν ήταν hashtag.
