Κεφ. Β’ Η ελληνική οικονομία 19ος αι.

Ερωτήσεις επανάληψης

Κεφ. Β’ Η ελληνική οικονομία 19ος αι.

Ιστορικοί όροι

Κεφ. Β’. Η ελληνική οικονομία το 19ο αι.

11. Το εξωελλαδικό κεφάλαιο

Οι Έλληνες στη Διασπορά 15ος-21ος αι.

Σελίδα για τον παροικιακό ελληνισμό από το Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού: 

http://www.fhw.gr/projects/migration/15-19/gr/v3/index.html

ΠΗΓΕΣ

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του παραθέματος και τις σχετικές πληροφορίες του βιβλίου σας: α) Να προσδιορίσετε τους παράγοντες που επέτρεψαν την επέκταση των δραστηριοτήτων των Ελλήνων κεφαλαιούχων της Διασποράς στην Ελλάδα. β) Να επισημάνετε τις συνέπειες των επενδύσεων του παροικιακού κεφαλαίου στην εθνική οικονομία της εποχής.

        Θα λέγαμε ότι η αναδίπλωση των δραστηριοτήτων του παροικιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα τοποθετείται στη δεκαετία του 1870 και οφείλεται σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Οι εσωτερικοί παράγοντες εντοπίζονται στις πιέσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στους τόπους δράσης των ομογενών ή στην τάση επέκτασης των εργασιών τους με μια διαφοροποιημένη επενδυτική πολιτική και οι εσωτερικοί, στο ευνοϊκό κλίμα που υπήρχε στην Ελλάδα, στη χώρα που διψούσε για κεφάλαια […].. Το πρόγραμμα των κυβερνήσεων Τρικούπη ήταν σταθερά προσανατολισμένο στους κεφαλαιούχους της διασποράς και απέβλεπε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών, ώστε να εισρεύσουν τα κεφάλαια στον ελληνικό χώρο. Η εφαρμογή έμμεσης και όχι άμεσης φορολογίας, η χαμηλή φορολογία κληρονομιών, η δασμολογική προστατευτική πολιτική (γαιοκτήμονες – τσιφλικάδες) κ.ο.κ. είναι ορισμένα μέτρα στήριξης και κυρίως προσέλκυσης των κεφαλαιούχων της διασποράς.

       Το κεφάλαιο της διασποράς όμως δε δικαίωσε ούτε τις ενδόμυχες επιθυμίες των εφημερίδων που θριαμβολογούσαν, ούτε πολύ περισσότερο τις πολιτικές επιλογές του Χαρίλαου Τρικούπη, που συμπυκνώνονται στη στήριξη του παροικιακού κεφαλαίου για την εκβιομηχάνιση της χώρας, την οικονομική απογείωση και το μετασχηματισμό των δομών της. Η «Κλειώ» της Τεργέστης θριαμβολογεί και συγκρίνει τους ομογενείς κεφαλαιούχους με τους Τουρκομάχους ήρωες του ’21. Το παράδειγμά της ακολουθούν και άλλες εφημερίδες της εποχής, πιστεύοντας ότι οι ομογενείς θα πετύχουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με μέσο την εκβιομηχάνιση. Ο ενθουσιασμός αυτός προκαλείται με την ίδρυση τραπεζών, στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Το παροικιακό κεφάλαιο όμως δε δικαίωσε ούτε στο ελάχιστο αυτές τις θριαμβολογίες. Η λειτουργία του στην Ελλάδα δεν είχε αντιστοιχίες και ομοιότητες με τη λειτουργία των ευρωπαίων κεφαλαιούχων στις χώρες τους, κατά την περίοδο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού αυτών. Αυτό είχε βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα στην ιστορία της χώρας ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στο είδος των διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ελληνικής διασποράς που διαμόρφωσαν την επιχειρηματική της παράδοση και νοοτροπία. Η επιχειρηματική της παράδοση ήταν έντονα εμπορική και εντελώς ξένη προς τη βιομηχανική δραστηριότητα. Επομένως, ο τομέας στον οποίο οι ομογενείς δε θα επενδύσουν ούτε κεφάλαια ούτε τις προσόδους από τις χρηματιστικές τους εργασίες στην Ελλάδα θα είναι ο βιομηχανικός. Το παροικιακό κεφάλαιο προσανατολίστηκε σε μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως στην αγορά αγροτικής και αστικής γης, στο εμπόριο, στα δημόσια έργα, και στις τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές των ομογενών κατέγραψαν και τα χαρακτηριστικά των επενδύσεών τους. Οι περισσότερες επενδύσεις ήταν κατάλληλες για εύκολη, ασφαλή ρευστοποίηση και μεταφορά του κεφαλαίου στο εξωτερικό σε επικίνδυνες ή αβέβαιες καταστάσεις

(Σ. Τζόκα,Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπανάπτυξη ή Εξαρτημένη Ανάπτυξη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998,, σσ. 36-38).

Η Φλαγγίνειος σχολή της Βενετίας

Κεφ.Β. Η οικονομία το 19ο αι.

10.Η πτώχευση του 1893 και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος

Για τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η επιβολή στην Ελλάδα του Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου διαβάστε εδώ.

Η ελληνική πτώχευση του 1893, άρθρο του Βασ. Κρεμμυδά

ΠΗΓΕΣ   

Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να καταγράψετε τα αποτελέσματα από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) στην Ελλάδα. (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ  ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ 2004)

ΚΕΙΜΕΝΟ Α

Η πτώχευση της Ελλάδας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας δανειακής επιβάρυνσης εξανάγκασε το ελληνικό κράτος να αποδεχθεί τη μέγιστη των ταπεινώσεων, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η διεθνής οικονομική επιτροπή, η οποία συστάθηκε με υπόδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελείτο από εκπροσώπους των ξένων τραπεζών και έδρευε στο ελληνικό έδαφος, ενώ ο ρόλος της δεν σταματούσε στον έλεγχο και τη διαχείριση των εσόδων του κράτους, αλλά προχωρούσε και στη βαρύνουσα γνωμάτευση για την έκδοση χρήματος, για τη σύναψη δανείων και γενικά για όλα σχεδόν τα δημοσιονομικά θέματα. Οι υπερεξουσίες αυτές της διεθνούς οικονομικής επιτροπής ουσιαστικά αναιρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις εξουσίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου, καθώς οι αποφάσεις του κράτους για σχεδιασμούς οικονομικής ανάπτυξης ελέγχονταν από εξωελλαδικά κέντρα, ερήμην του ελληνικού λαού.

(Σ. Τζόκα, «Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα», σσ. 188-189)

ΚΕΙΜΕΝΟ Β 

Το μέγεθος του τραυματισμού της εθνικής φιλοτιμίας μπορεί να γίνει κατανοητό, αν αναλογισθεί κανείς ότι πριν από τον πόλεμο οι έλληνες πολιτικοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο οικονομικός έλεγχος από ξένους ήταν ασυμβίβαστος με το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης, αφού αφαιρούσε από τον έλεγχο του κοινοβουλίου τη φορολογική πολιτική, που αποτελούσε τη βασική αρμοδιότητά του. Όπως έλεγε ο βουλευτής Άρτας και πρώην υπουργός Οικονομικών Κων/νος Καραπάνος «μόνον εις τα ασιατικά έθνη, τα μη έχοντα την συναίσθησιν της εθνικότητος αυτών, και τα διεπόμενα υπό του θείου δικαίου, είναι δυνατή η επιβολή και η λειτουργία ξενικού ελέγχου». Σύμφωνα με αυτή τη λογική, στην κοινοβουλευτική Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβληθεί ένα σύστημα που εφαρμόστηκε στη θεοκρατική Οθωμανική Αυτοκρατορία. … Στην πράξη, η λειτουργία του ελέγχου στην Ελλάδα πέτυχε απόλυτα στην αποστολή προστασίας των συμφερόντων των ομολογιούχων. Στη συνέχεια όμως αδιαφόρησε για τον εξορθολογισμό των ελληνικών δημοσιονομικών πραγμάτων, ακόμη και σε περιπτώσεις που παραβιάζονταν το πνεύμα της ρύθμισης και οι ρητοί περιορισμοί του νόμου ΒΦΙΘ του 1898. (Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., Χρ. Χατζηιωσήφ, «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου», σσ. 312, 316)

Από εφημερίδα της εποχής

Κεφ.Β. Η οικονομία το 19ο αι.

9. Τα εθνικά δάνεια

ΠΗΓΕΣ
Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στις συνέπειες που είχαν τα δάνεια της Επανάστασης στην μετεπαναστατική οικονομία της χώρας.

Η παύση πληρωμών ήταν αναπόφευκτη· συνέβη το 1827. Οι ευρωπαίοι ομολογιούχοι άρχισαν έκτοτε να ωρύονται εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων και να κλαυθμηρίζουν ενώπιον των ευρωπαϊκών, απαιτώντας από την Ελλάδα να τους εξοφλήσει εκποιώντας τις εθνικές γαίες- [ …]. Ο αποκλεισμός από τα δυτικά χρηματιστήρια θα διαρκέσει έως το 1878.
Στην ουσία, θα είναι ένας φαύλος κύκλος. Θα τον συνοψίσει επιγραμματικά η βρετανική πρεσβεία πολύ αργότερα, το 1872, σε μια έκθεσή της με τον εύγλωττο τίτλο «Παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος»: […]Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος είναι η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει δημόσια έργα για την ανάπτυξη χωρίς την βοήθεια ξένου κεφαλαίου […] και η δυσκολία δανεισμού ξένου κεφαλαίου λόγω του αποκλεισμού της Ελλάδος από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Από τις πρώτες στιγμές της ανεξαρτησίας, οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας είχαν πλήρη συνείδηση του φαύλου κύκλου. Ήδη από το 1829, ο Καποδίστριας είχε διατυπώσει αίτημα προς τις Δυνάμεις για ένα μεγάλο δάνειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1832, οι Δυνάμεις θα υπολογίσουν οε 60.000.000 χρυσά φράγκα το ποσό που ήταν απολύτως αναγκαίο για τις ανάγκες της χώρας. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο. Το 1832, όμως, με τη Συνθήκη του Λονδίνου που ενθρόνισε τον Όθωνα και εγγυήθηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδος, οι Μεγάλες Δυνάμεις δέχθηκαν να εγγυηθούν και για ένα νέο δάνειο, παραβλέποντας την εκκρεμότητα του δανείου της Επανάστασης. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1843, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν κηρύξει νέα παύση πληρωμών. Έκτοτε και έως το 1878 το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.[… ]. 
(Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού κράτους 1830-1920,2005,. σσ. 192-193)

Ο Όθωνας αρνήθηκε να αποπληρώσει τα δάνεια της Επανάστασης

Κεφ.Β. Η οικονομία το 19ο αι.

8. Το δίκτυο των σιδηροδρόμων

Πώς ξεκίνησε ο σιδηρόδρομος στην Ελλάδα

Το τρένο του οδοντωτού σιδηροδρόμου των Καλαβρύτων

Ο σιδηρόδρομος: τραγούδι του Κώστα Βίρβου μελοποιημένο από τον Γιάννη Μαρκόπουλο

Τα ΕΛΤΑ εξέδωσαν αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων το 2015 με θέμα τους ελληνικούς σιδηρόδρομους

ΠΗΓΕΣ
Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αποτιμήσετε τη συμβολή του σιδηροδρομικού δικτύου στην ελληνική κοινωνία.

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Οι σιδηροδρομικές επενδύσεις απορρόφησαν, μεταξύ 1864 και 1912, μεγάλο μέρος των δαπανών για δημόσια έργα και των ποσών που δανείστηκε το κράτος με το δημόσιο χρέος. Παρά το ύψος τους, οι επενδύσεις δεν ήταν επαρκείς και το δίκτυο που κατασκευάστηκε δεν ήταν λειτουργικό. Το 1893, είχαν κατασκευαστεί περίπου 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών από αυτά, τα 213 χιλιόμετρα ήταν το εν λειτουργία τμήμα του δικτύου. Από αυτά τα 213 χιλιόμετρα, τα 149 είχαν κατασκευαστεί από το Δημόσιο και τα 64 από ιδιώτες αναδόχους. Οι συμβάσεις που είχαν αρχικώς αναθέσει τα έργα, έβλεπαν 1.100 χιλιόμετρα γραμμών’ παρέμενε ανεκτέλεστο, δηλαδή, ένα μέρος των έργων. Η καθυστέρηση εξηγεί, πιθανότατα, την διαφορά μεταξύ των στοιχείων που προέρχονται από ελληνικές πηγές και όσων έχω εντοπίσει σε ξένα αρχεία. Τα ελληνικά στοιχεία, μάλλον διογκωμένα, δείχνουν ίσως το μήκος των γραμμών που είχαν απλώς ανατεθεί, ενώ τα ξένα στοιχεία δείχνουν το μήκος των ολοκληρωμένων γραμμών […]. Είναι εξ ίσου πιθανό η καθυστέρηση να οφείλεται, επίσης, στην καθυστέρηση των προμηθειών τροχαίου υλικού, που άφηναν τις σιδηροτροχιές να χορταριάζουν.
Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι στρατιωτικοί σκοποί του δικτύου είχαν ιδιαίτερη, ίσως και πρωταρχική σημασία. Ήταν μια ρεαλιστική θέση μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου και την παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881. Η πεδινή Θεσσαλία ήταν ουσιαστικώς απροστάτευτη από τον βορρά, όπως άλλωστε αποδείχθηκε περιτράνως το 1897. Οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση στα νέα θεσσαλικά σύνορα της χώρας απαιτούσε μαζική και ταχεία διακίνηση στρατευμάτων και υλικού, την οποία μόνο ένα σιδηροδρομικό δίκτυο μπορούσε να εξασφαλίσει. Με την διαφαινόμενη μεταβολή των βρετανικών διαθέσεων απέναντι στην Ελλάδα, ο επιθετικός αλυτρωτισμός έγινε βαθμιαίως βασική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής. Η αλυτρωτική ιδεολογία ήταν, επιπλέον, το θεμέλιο της νομιμοποίησης του κράτους και του πλέγματος εξουσίας. Για τους μετόχους του πλέγματος, για το κράτος, για το Στέμμα, για όλες τις πολιτικές παρατάξεις, τα αλυτρωτικά συμφέροντα που υπηρετούσε το δίκτυο ήταν πολύ σημαντικότερα από τις οικονομικές παραμέτρους. Επομένως, με την λογική εκείνης της εποχής, η οικονομική πλευρά των επενδύσεων στους σιδηροδρόμους ήταν στόχος σημαντικός αλλά δευτερεύων σε σύγκριση με τους πρωτεύοντες στρατιωτικούς σκοπούς του δικτύου.
Ερχόμαστε τώρα στα οικονομικά αποτελέσματα που είχε η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων. Τέσσερα είναι τα βασικά κριτήρια με τα οποία μπορεί κανείς να τα αξιολογήσει: η σύγκριση με άλλες χώρες, η συμβολή του δικτύου στην υποδομή της οικονομίας, η συμβολή του στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και η συμμετοχή του στην επιβάρυνση του δημοσίου χρέους. Η σύγκριση με άλλες χώρες δείχνει ότι το ελληνικό δίκτυο ήταν πολύ περιορισμένο ακόμη και το 1912, όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της ανάπτυξης του.
Η συμβολή του δικτύου στην υποδομή της οικονομίας ήταν καίρια. Με δεδομένες τις τεράστιες ελλείψεις του οδικού δικτύου και το κόστος που θα είχε η κατασκευή του, ο σιδηρόδρομος ήταν το μόνο μέσο μεταφορών και συγκοινωνιών που μπορούσε να ενοποιήσει τις τοπικές αγορές. Παρέμεινε δε το σημαντικότερο μέσο, σε συνδυασμό με τις θαλάσσιες μεταφορές, έως την ανάπτυξη του αυτοκινήτου, δηλαδή έως την δεκαετία του 1960. Πάντως, το δίκτυο είχε δύο μεγάλα ελαττώματα: ήταν κυρίως παραλιακό και δεν συνέδεσε την ενδοχώρα με τα παράλια· επιπλέον, δεν ήταν οικονομικώς βιώσιμο, ίσως επειδή ακριβώς δεν ήταν εξακτινωμένο στην ενδοχώρα. […].
Η συμβολή των σιδηροδρομικών επενδύσεων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι αμφισβητήσιμη. Η συνολική αξία τους ήταν αρκετά μεγάλη (250.000.000). Αλλά δεν ενίσχυσαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Πρόκειται για έργο που «δεν προλαβαίνει να ενσωματωθεί στην οικονομία και να λειτουργήσει». Αυτό, όμως, οφείλεται κυρίως στον τρόπο κατασκευής του δικτύου και στην προέλευση των υλικών κατασκευής και του τροχαίου υλικού. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης, η κατασκευή του δικτύου δεν μπορούσε να αναπτύξει μια οικονομία που δεν διέθετε επάρκεια σιδήρου και άνθρακα, που δεν είχε βιομηχανίες ικανές να προμηθεύσουν σιδηροτροχιές ούτε βεβαίως τροχαίο υλικό, που δεν διέθετε ούτε καν το πλήθος των μηχανικών τους οποίους απαιτούσε η κατασκευή του. (Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού κράτους 1830-1920, 2005,. σσ. 748 – 751).

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Τα δημόσια έργα και κυρίως η κατασκευή σιδηροδρόμων δε φαίνεται να απέδωσαν ή τουλάχιστον δεν επιτέλεσαν το σκοπό για τον οποίο εκτελέστηκαν. Αν επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση, θα διαπιστώσουμε ότι τα δημόσια έργα, κυρίως όμως η κατασκευή σιδηροδρόμων στις προηγμένες χώρες (στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα) λειτούργησαν ως παράγοντες καπιταλιστικού μετασχηματισμού, περισσότερο με τις παρενέργειες που είχαν στην εκβιομηχάνιση παρά με τις ωφέλειες στις μεταφορές. Στην Ελλάδα όμως, το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων υλών εισαγόταν αυτούσιο, εξαιτίας της ανύπαρκτης βιομηχανίας κατασκευής δικτύου, τροχαίου υλικού κ.ο.κ. Ακόμα και οι τεχνικοί ήταν Γάλλοι και Ελβετοί. Παράλληλα, τα έσοδα των σιδηροδρομικών εταιρειών παραμένουν σχεδόν στάσιμα: 7.500 δρχ. ετησίως κατά χιλιόμετρο το 1884, 82.00 δρχ. το 1895, 9.000 το 1900, και 8.700, και 8.700 το 1910. Ακόμα και η πιο (και μόνη) αποδοτική γραμμή του δικτύου Αθηνών-Πειραιώς αντλούσε μεγάλο μέρος των εσόδων της από τα δημόσια λουτρά και τις άλλες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της στο Φάληρο.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο σχεδιασμός του σιδηροδρομικού δικτύου εξυπηρετούσε κυρίως παράλιες περιοχές και αναπόφευκτα ανταγωνίστηκε την ελληνική ναυτιλία, σε μια περίοδο οξύτατης κρίσης και ανταγωνισμού των παγκόσμιων ναυτικών μεταφορών. […]. Η υποτιθέμενη ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της χώρας, με την κατασκευή των σιδηροδρόμων, απλώς συνετέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το δημόσιο χρέος και, τέλος, στην πτώχευση του 1893.
(Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπανάπτυξη ή Εξαρτημένη Ανάπτυξη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σσ. 26-27).

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Τοιουτοτρόπως (σημ.: με την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου) δε οι γεωργοί θα ηύξανον τας εργασίας των, θα κέρδαινον περισσότερα, και φυσικώ τω λόγω θα εβελτιούτο ο υλικός και ηθικός βίος των, και η ανταλλαγή των προϊόντων αμφοτέρων των μερών θα ηύξανε την ποιότητα, την ποσότητα και το κέρδος. Επειδή δε την γεωργίαν παρακολουθούσι πάντοτε αι τέχναι και η βιομηχανία, ως και τανάπαλιν, πολλών γεωργικών προϊόντων, μεταβαλλομένων εις βιομηχανικά προϊόντα, θα ανεπτύσσοντο συγχρόνως αι τέχναι και η βιομηχανία. Τα έως τότε δε εισαγόμενα ομοειδή προϊόντα θα έπαυον, και το εκ τούτων περίσσευμα των χρημάτων μας προκύπτον θα το μεταχειριζόμεθα εις προμήθειαν νέων προϊόντων ξένων, η εγχωρίων, ή και άλλων ηθικών απολαύσεων [… ]
(Α. Ν. Βερναρδάκη, Περί του εν Ελλάδι Εμπορίου, εν Αθήναις 1885, σσ. 348-349)

Το τρενάκι του Πηλίου 1905

Κεφ. Β. Η ελληνική οικονομία το 19ο αι. 7. Τα δημόσια έργα

Το ιστορικό της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαϊδας στον παρακάτω σύνδεσμο:

http://viotikoskosmos.wikidot.com/kopaida

Εικόνες από τη Διώρυγα της Κορίνθου σε διάφορες εποχές.

Η ιστοσελίδα της Διώρυγας της Κορίνθου

ΠΗΓΕΣ

Με βάση τα παραθέματα και τον πίνακα που ακολουθεί καθώς και τις ιστορικές γνώσεις σας να αναφερθείτε στην πορεία των δημοσίων έργων κατά τον 19ο αι. στην Ελλάδα.

ΚΕΙΜΕΝΟ 1

Το έργο στο οποίο έστρεψε ιδιαίτερα στα χρόνια 1856-1859 την προσοχή της η κυβερνητική μέριμνα και που θα γινόταν περιώνυμο στις επόμενες δεκαετίες με τις περιπλοκές του, από οικονομικής απόψεως, ήταν η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδος. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1856, ύστερα από ένα χειμώνα παγετού, σπάνιου στα μετεωρολογικά χρονικά, επικράτησε τόσο μεγάλη ξηρασία που «επήνεγκεν τοσαύτην ελάττωσιν των υδάτων της Κωπαΐδος λίμνης, ώστε εφάνη σχεδόν αποξηρανθείσα». Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στο να μπει σε ενέργεια ένα όνειρο όχι μόνο των γύρω κατοίκων, αλλά και των κυβερνήσεων. Είχαν προηγηθεί άλλωστε μελέτες Ελλήνων και ξένων ειδικών. Έτσι με την ευκαιρίαν της ξηρασίας του 1856 «εγένετο η κάθαρσις των κυριωτέρων φυσικών υπωρύγων από των εν αυταίς υλών, προβάσα εις υπόγειον μήκος 250 ως έγγιστα βασιλ. πήχεων ως και η κάθαρσις ενός των αρχαίων φρεάτων δια δραχμών 20.300». Το ποσό αυτό ήταν περισσότερο από το μισό του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε από εγγειοβελτιωτικά έργα όλης της χώρας… Στα τέλη του 1858 ο Άγγλος Γουέμπστερ ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση για το θέμα της αποξήρανσης της λίμνης. Υπολογίζοντας ότι με 150.000 λίρες στερλίνες θα κατάφερνε να αποπερατώσει το έργο, πρότεινε τους όρους του: Για μια πενταετία θα απολάμβανε αφορολόγητη εκμετάλλευση των γαιών της Κωπαΐδας και για 99 χρόνια θα διατηρούσε το προνόμιο της εκμετάλλευσης αυτής, με πληρωμή διπλής δεκάτης πάνω στα προϊόντα. Το έργο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε τότε, γιατί ο Γουέμπστερ δεν κατάφερε να βρει τα σχετικά κεφάλαια στη χρηματαγορά του Λονδίνου

(Ι.Ε.Ε, τ. ΙΓ΄, σ. 175)

ΚΕΙΜΕΝΟ 2

Το λιμάνι του Πειραιά αναπτύχθηκε στις τελευταίες τρεις δεκαετίες του αιώνα και, κυρίως, στην περίοδο 1890-1930. Πριν από το 1870, τα σημαντικότερα λιμάνια της χώρας ήταν η Σύρος, η Πάτρα και το Κατάκωλο, επίνειο του Πύργου. Με την έλλειψη οδών και σιδηροδρόμων, η υποδομή της οικονομίας στηριζόταν κυρίως στην λειτουργία αυτών των λιμανιών.

Για ν’ αντιμετωπίσει το κόστος των αναγκαίων λιμενικών έργων, το Δημόσιο είχε θεσπίσει τα λεγόμενα «λιμενικά τέλη», το μεγαλύτερο μέρος των οποίων το πλήρωναν οι εισαγωγείς σίτου και οι εξαγωγείς σταφίδας, κρασιού και λαδιού, δηλαδή όσοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τα λιμάνια.

Από τις εισπράξεις των λιμενικών τελών έως το 1867 είχαν συγκεντρωθεί σοβαρά ποσά στους ειδικούς λογαριασμούς των λιμένων Πύργου και Πατρών. Για το λιμάνι του Πύργου είχαν συγκεντρωθεί 400.000 δραχμές. Το ποσό αντιστοιχούσε στο 1,5% των συνολικών δαπανών ενός μέσου Προϋπολογισμού της εποχής. Και όμως, το σημαντικό αυτό ποσό αδρανούσε για πολλά χρόνια, εν αναμονή των έργων. Το 1867, από το ποσό των 400.000 δραχμών «η κυβέρνηση είχε πάρει 180.000 δραχμές και οι υπόλοιπες 220.000 είχαν κατατεθεί άτοκες στην Εθνική Τράπεζα».

Τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί για την Πάτρα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Το 1872, τα ετήσια έσοδα του δήμου από το λιμάνι έφθαναν το τεράστιο για την εποχή ποσό του μισού εκατομμυρίου. Παρ’ όλα αυτά, ο δήμος δίσταζε να προχωρήσει στο έργο, του οποίου το κόστος υπολογιζόταν σε 5.300.000 δραχμές. Ολιγωρία παράδοξη, αν σκεφθεί κανείς ότι η επένδυση μπορούσε να αποσβεσθεί σε 10 χρόνια από τα έσοδα, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπλέον εισπράξεις από την βελτίωση και την μεγέθυνση του λιμανιού. Ήταν μάλιστα τόσο καταφανής η αξία του έργου, η παραγωγικότητα και η δυνατότητα της επένδυσης να αυτοχρηματοδοτηθεί και να αποσβέσει ταχύτατα την αξία της, ώστε το 1872 ο βρετανός πρόξενος στην Πάτρα έφθασε στο σημείο να συστήσει να την αναλάβουν βρετανοί κεφαλαιούχοι: «Μια τέτοια επιχείρηση

δείχνει να αξίζει ιδιαίτερα την προσοχή ενός άγγλου κεφαλαιούχου», έγραφε· και η σύσταση ήταν μια σπάνια εξαίρεση της τακτικής που τηρούσε σταθερά η βρετανική πρεσβεία, να μην συνιστά βρετανικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Το 1873 ο Δήμος Πατρών, για να ξεκινήσει το έργο, δανείστηκε 2.000.000 δραχμές προς 8% από την νέα τράπεζα που τότε ιδρύθηκε, την Γενική Πιστωτική. Ωστόσο, τα μεγάλα έργα δεν δημοπρατήθηκαν πριν από το 1879 – οπόταν και τα ανέλαβε ένας γαλλικός τεχνικός οίκος.

Παρόμοια ήταν η περίπτωση της Σύρου, λιμανιού που παρουσίαζε ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία. Για πολλά χρόνια, κάθε πλοίο που χρησιμοποιούσε το λιμάνι κατέβαλλε τέλος 15 λεπτών. Μόνο το 1871, η είσπραξη από αυτό το τέλος θα πρέπει να ξεπέρασε τις 120.000 δραχμές, εφόσον το σύνολο των φορτίων που μπήκαν στο λιμάνι ήταν 842.125 τόνοι. Στο μεταξύ, «για πολλά χρόνια, η κυβέρνηση έκανε συνεχώς συζητήσεις και σχέδια για την βελτίωση του λιμανιού» Όταν πλέον αποφασίστηκαν και προχώρησαν τα βελτιωτικά έργα, είχε ήδη αρχίσει η παρακμή της ιδιότυπης πολιτείας.

(Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού κράτους:1830-1920, 2005, σ. 745-746)

ΚΕΙΜΕΝΟ 3

Μεταξύ 1833 και 1880, η οδοποιία απορρόφησε σχεδόν το ήμισυ των επενδύσεων σε δημόσια έργα. Οι δρόμοι επέτρεπαν στο κράτος να ελέγχει την ληστεία και τους ανυπότακτους τοπικούς παράγοντες. Στα 30 χρόνια της πρώτης δυναστείας, μεταξύ 1833 και 1862, κατασκευάστηκαν 400 χιλιόμετρα δικτύου· και αυτά συμπληρώθηκαν με άλλα 205 χιλιόμετρα στα επόμενα 10 χρόνια, έως το 1872.

Το 1873 προτάθηκε στην Βουλή το βασικό νομοθέτημα του 19ου αιώνα για τις οδικές συγκοινωνίες. Η φιλοδοξία που εκφράστηκε στην εισηγητική έκθεση ήταν να κατασκευαστούν 3.000 χιλιόμετρα μέσα σε μια δεκαετία. Αλλά η λαμπρή αυτή προοπτική διαψεύσθηκε. Στην δωδεκαετία που ακολούθησε (1873-1884), το συνολικό μήκος του δικτύου που κατασκευάστηκε ήταν μόλις 220 χιλιόμετρα· και μόνο στην επομένη δωδεκαετία (1886-1897), με την μεγάλη προσπάθεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, προστέθηκαν 750 επιπλέον χιλιόμετρα. Αφενός, λοιπόν, η κατασκευή διάρκεσε 24 χρόνια αντί για 10· αφετέρου, όμως, έγινε και με πολλές θυσίες στην ποιότητα, που περιόρισαν σοβαρά την λειτουργικότητα του δικτύου. Τούτο συνέβη, κυρίως, επειδή τα έργα κατασκευάστηκαν με κριτήρια ψηφοθηρικά, που σημαίνει ότι η οργάνωση του δικτύου δεν ήταν ορθολογική· σημαίνει, επίσης, μέτρια τεχνική και κακή ποιότητα. Επιπλέον, οι δρόμοι αφέθηκαν εν συνεχεία στην τύχη τους, χωρίς την συντήρηση που, ενώ ήταν απαραίτητη, δεν εντυπωσίαζε επαρκώς τους ψηφοφόρους. Έτσι, ο βρετανός πρόξενος δεν δίστασε να γράψει ότι το ελληνικό δίκτυο είναι το 1895 ό,τι ήταν το αγγλικό 150 χρόνια πριν, στα μέσα του 18ου αιώνα, πριν ακόμη από την Βιομηχανική Επανάσταση. Παρά την μεγάλη ποσοτική πρόοδο, επομένως, το δίκτυο εξακολουθούσε να είναι εντελώς ανεπαρκές για μια χώρα που είχε επιτακτική ανάγκη να ξεπεράσει τα σοβαρά εμπόδια που έθετε στις επικοινωνίες και τις ανταλλαγές η γεωγραφική της μορφή – όπως ακριβώς και η λιμενική υποδομή , και για τους ίδιους λόγους.

(Δερτιλής, ό.π, σσ. 746-8)

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ, 1830-1938 ΈτοςΧιλιόμετρα 
183013
1852164
1862242
1867398
1872502
18821122
18923.289
19124.637
19217.728
19279.958
192910.630
193411.926
193612.410
193813.176

(Δερτιλής, ό.π, σσ. 746-8)

Μετοχή της Γαλλικής εταιρίας που ανέλαβε την αποξήρανση. Έργα αποξήρανσης Κωπαΐδας.

Κεφ. Β. Η ελληνική οικονομία το 19ο αι., 6. Η βιομηχανία

Άρθρο για την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα  του Χαροντάκη Δημήτρη στο «Βήμα»

Σαπωνοποιΐα Λέσβου

Η βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα

ΠΗΓΕΣ

Λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των παρακάτω παραθεμάτων να προσπαθήσετε να αναζητήσετε τους λόγους για τους οποίους η βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα ήταν βραδύρρυθμη.

KEIMENO Α

Πρώτον, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η Ελλάδα επεκτείνει τα σύνορά της σε μια περιφέρεια πολύ πιο καθυστερημένη από το παλαιό βασίλειο, η οποία ενισχύει τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας και επιδεινώνει τις κοινωνικές συγκρούσεις, χωρίς να λύνει το πρόβλημα της αυτάρκειας στα βασικά είδη διατροφής. […] Η βιομηχανική ανάπτυξη της Θεσσαλίας είναι ασήμαντη την εποχή που εξετάζουμε: καμιά δεκαριά ατμόμυλοι, δύο μηχανουργεία, ένα μικρό μεταξουργείο, όλα τούτα συγκεντρωμένα στον Βόλο, αυτό είναι χονδρικά το βιομηχανικό δυναμικό της περιφέρειας στο τέλος του αιώνα. Αντίθετα, επιζεί και αναπτύσσεται η βιοτεχνική παραγωγή, που ανήκει μάλλον στο στάδιο της «πρωτο – εκβιομηχάνισης»: στον Τύρναβο, στην Αγυιά και άλλες μικρές κωμοπόλεις, στους πρόποδες του Κίσσαβου, με μακρόχρονη παράδοση στην κλωστοϋφαντουργία, υπάρχουν στο τέλος του αιώνα χειροκίνητα υφαντήρια, που μπορούν να λειτουργούν με το φθηνό εποχικό εργατικό δυναμικό.

(Χ. Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Ιστορικό αρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σσ. 287-288

KEIMENO Β.  

  Πιο σοβαρό ίσως πλήγμα για την εκβιομηχάνιση, στο σύνολό της, είναι οι νέες πιέσεις που ασκεί στην αγορά εργασίας ή ανανεωμένη ζήτηση εργατικών χεριών στη σταφιδοκαλλιέργεια. Τα μεροκάματα που πληρώνονται για τις εργασίες στα αμπέλια τις εποχές αιχμής φτάνουν τις 4 ως 5 δρχ. τον Μάιο, ξεπερνούν τις 6 από τον Αύγουστο και μετά για τον τρύγο, τις μεταφορές και τη συσκευασία: “Δια τούτο δε πολλοί τεχνίται την τέχνην των, αφ’ ης ολιγώτερον κερδαίνουσιν, αφήσαντες, εργάζονται κατ’ αυτάς εις τας αποθήκας της Πάτρας, διαβάζουμε σε μια εφημερίδα τον Αύγουστο του 1886· αυτή η μικρή φράση λέει πολλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε βιομηχανία, που δεν αντέχει την πολυτέλεια να διακόπτει εποχικά τις εργασίες της.
(Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σσ. 279-28)

Αρχιτεκτονικό σχέδιο του Μεταξουργείου

Κεφ. Β΄ Η ελληνική οικονομία το 19ο αι.

5. Η δημιουργία του τραπεζικού συστήματος

Το ιστορικό αρχείο της Εθνικής Τράπεζας με πλούσιο αρχειακό υλικό και εκπαιδευτικά προγράμματα.

Η βιογραφία του πρώτου διοικητή της Εθνικής τράπεζας, του Ηπειρώτη Γεωργίου Σταύρου από το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας.

ΠΗΓΕΣ

Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε τις συνθήκες ίδρυσης της Εθνικής Τράπεζας και να παρουσιάσετε τη δραστηριότητά της κατά τα πρώτα στάδια της ίδρυσής της αλλά και κατά τις μετέπειτα δεκαετίες.     

Τελικώς, για να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα το 1841, χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα για διακανονισμό των δανείων, να παρέμβει συμβιβαστικώς ο Ελβετός τραπεζίτης και φιλέλλην Ιωάννης Γαβριήλ Εΰνάρδος και να συνδράμει την πρόταση αυτήν από ελληνικής πλευράς ο Γεώργιος Σταύρος. Χρειάστηκε, επιπλέον, να συμπέσει η πρόταση Εϋνάρδου / Σταύρου με την ευνοϊκή συγκυρία του 1840-1841· στο μεν εσωτερικό μέτωπο οι οικονομικές συνθήκες είχαν επιτρέψει στην κυβέρνηση να καταβάλει ένα ποσό τοκοχρεολυσίων, στο δε εξωτερικό μέτωπο οι πολιτικές συνθήκες είχαν προτρέψει τις Δυνάμεις να μετριάσουν κάπως την μεταξύ τους διαμάχη. Έτσι, το 1841 ιδρύθηκε εντέλει η Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ των ιδρυτών της, οι σημαντικότεροι ήταν ο Γεώργιος Σταύρου και ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος. […]       Τα ιδρυτικά νομοθετήματα παρεχώρησαν στην τράπεζα το λεγόμενο εκδοτικό προνόμιο. Ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα να κυκλοφορεί τραπεζογραμμάτια, υπό τον όρο ένα σοβαρό ποσοστό τους να καλύπτεται από τα αποθέματά της, αφενός, σε χρυσό και άργυρο, ατόφιο ή νομισματικό, και, αφετέρου, οε διεθνή «βαριά» συναλλάγματα, όπως ήταν εκείνη την εποχή το γαλλικό φράγκο και η στερλίνα. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η δραχμή θα συνδεόταν στο εξής με το διεθνές νομισματικό σύστημα. Η Εθνική θα διατηρήσει το εκδοτικό δικαίωμα από την ίδρυσή της έως το 1928, όταν θα ιδρυθεί η Τράπεζα της Ελλάδος. Θα το μοιραστεί, μετά το 1864, μόνο με την Ιονική και μόνο για τα Ιόνια- και μετά το 1882, με την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, μόνο για τις νέες αυτές επαρχίες και μόνο για λίγα χρόνια, ώσπου να την απορροφήσει.

(Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014, σσ. 239-240)

Κεφ. Β. Η ελληνική οικονομία του 19ου αι.

4. Η εκμετάλλευση των ορυχείων

Τα μεταλλεία του Λαυρίου και το Λαυρεωτικό ζήτημα

ΠΗΓΕΣ

Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στη μεταλλευτική δραστηριότητα στο Λαύριο.

     Ο Νόμος Υ’ περί Λαυρίου νομοθετήθηκε το 1871. Αφορούσε όχι μόνο στα υπόγεια αποθέματα αργυρούχου μολύβδου και ψευδαργύρου, αλλά και στον πλούτο που κειτόταν στην επιφάνεια: τα κατάλοιπα από τις εξορύξεις και τις επεξεργασίες της αρχαίας εποχής- ήταν οι εκβολάδες και οι σκωρίες. Τα κατάλοιπα αυτά τα ξαναπερνούσε μέσα από τα μοντέρνα καμίνια της η γαλλοϊταλική εταιρεία Ρου – Σερπιέρι, χρησιμοποιώντας τεχνολογία που, φυσικά, δεν κατείχαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Με την νέα αυτήν εκκαμίνευση η εταιρεία αξιοποιούσε με μικρό κόστος μια πρώτη ύλη εύκολα προσβάσιμη, που απέδιδε ικανοποιητικό ποσοστό αργυρούχου μολύβδου. Ένας από τους βασικούς στόχους του νομοθέτη, λοιπόν, ήταν να αυξήσει την φορολόγηση της εταιρείας. […]
      Υποστηρίζοντας τον νέο νόμο, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η αρχική σύμβαση για την παραχώρηση των μεταλλείων όλης της Λαυρεωτικής αφορούσε στην εκμετάλλευση υπογείων κοιτασμάτων και όχι στην επεξεργασία καταλοίπων που κείτονταν στην επιφάνεια, των οποίων η ιδιοκτησία και η νομή ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο νόμος του 1871 ήλθε ακριβώς να προστατεύσει τα δικαιώματα του Δημοσίου, ορίζοντας μεταξύ άλλων και τους φόρους που υποχρεωνόταν να καταβάλλει η εταιρεία. Ο ελληνικός ισχυρισμός στηριζόταν σε καλή νομική βάση, η οποία, ωστόσο, όπως όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί, ήταν αμφισβητήσιμη και διαπραγματεύσιμη. Πάντως, ώσπου να γίνουν οι οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις, η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας επενέβησαν και το Λαυρεωτικό έγινε ξαφνικά διεθνές διπλωματικό ζήτημα. 
(Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014, σσ. 507-508)