Ήμουν κορίτσι από τα Κύθηρα, μεγαλωμένη με το φως του ουρανού και της θάλασσας του Μυρτώου πελάγους. Το σπίτι μας ήταν στο έμπα του Κάστρου της Χώρας. Ανέβαινα εκεί και αγνάντευα τους κόρφους της Αφροδίτης, την παραλία που σχηματίζεται στο Καψάλι και μοιάζει με γυναικείο στήθος, και το νησάκι Χύτρα, όπου ο μύθος λέει ότι εκεί αναδύθηκε η θεά. Τα βραδάκια βόλταρα στα στενά του νησιού, μαζί με την οικογένειά μου και εύκολα αντιλαμβανόμουν τα αχόρταγα βλέμματα των νεαρών πάνω μου: η ευγενική μου καταγωγή και η σεβαστή μου προίκα με έκαναν αξιοζήλευτη υποψήφια νύφη. Ήμουν η Ρόζα, η μοναχοκόρη του άρχοντα Αντωνίου Κασιμάτη. Όμως η καρδιά μου δεν “φτερούγιζε” για κανέναν και, ευτυχώς, ο πατέρας μου δεν με πίεζε να παντρευτώ με κάποιον από τα αρχοντόπουλα του νησιού.






Κι ήρθε μια μέρα που στο νησί συνάντησα εκείνον: τον Κάρολο Χερν, έναν στρατιωτικό γιατρό, Ιρλανδό, με μάτια καθαρά σαν τον ουρανό μετά τη βροχή. Ήταν ξένος. Το νησί μας ήταν τότε στα χέρια των ξένων, των Άγγλων. Στο βλέμμα του, όμως, φώλιαζε μια καλοσύνη που με ζέστανε. Έτσι μπλέχτηκαν οι δρόμοι μας, κι από τον έρωτά μας γεννήθηκε ο Λευκάδιος, το παιδί μας.
Τον είπαμε Λευκάδιο, γιατί γεννήθηκε στη Λευκάδα, το 1850. Τα χρόνια εκείνα δεν συγχωρούσαν εύκολα τέτοιες ενώσεις: κλεφτήκαμε με τον Κάρολο και από τα Κύθηρα, καταφύγαμε στη Λευκάδα. Από μικρό παιδί ο Λευκάδιος είχε μάτια που έψαχναν πίσω από τα φαινόμενα, σαν να ήθελαν να δουν την ψυχή των πραγμάτων. Μα η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα.
Ο Κάρολος, δεμένος με το καθήκον του στον στρατό, αναγκάστηκε να φύγει στην Ινδία. Εγώ έμεινα πίσω με το βρέφος στην αγκαλιά, περιμένοντας πως θα γυρίσει. Μα οι δρόμοι της ζωής τον τράβηξαν αλλού, και δεν ξαναβρεθήκαμε. Πήρα το παιδί και κατέφυγα στη χώρα του, την Ιρλανδία, να βρίσκομαι, τουλάχιστον, κοντά σε κάποιους δικούς του. Πέρασαν έξι χρόνια, γεμάτα πίκρες και δάκρυα: ο Κάρολος δεν έδωσε ποτέ ένα σημείο ζωής, παρά μόνο την απόφαση του διαζυγίου που μου έστειλε υπογεγραμμένη. Τα νεύρα μου πειράχτηκαν. Δεν το άντεχα αυτό. Ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου, προσπαθώντας να πηδήξω από το παράθυρο. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερα. Με έπιαναν κρίσεις και φοβόμουν μην ξεσπάσω πάνω του. Έτσι ο μικρός μας Λευκάδιος γνώρισε από νωρίς την απουσία. Μεγάλωνε με τη σκιά του πατέρα του, κι εμένα την καρδιά μου να σπαράζει. Και το παιδί, σαν να το κατάλαβε, έμαθε να δίνει αγάπη στους άλλους μέσα από τις λέξεις, αφού δεν την έλαβε αρκετή από τους γονείς του. Πήρα τη σκληρή απόφαση να τον αφήσω να μεγαλώσει στην Ιρλανδία, κοντά σε μια θεία του πατέρα του. Εγώ, μετανιωμένη, θα γυρνούσα στα Κύθηρα, και θα εκλιπαρούσα για την πατρική συγχώρεση.
Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο πόνο του προκάλεσα! Σποραδικά, έφταναν τα νέα του σε μένα.

Στα 19 του έφυγε για τη Νέα Ήπειρο. Στην Αμερική έψαξε τη μοίρα του. Έγινε δημοσιογράφος, περιπλανώμενος στα στενά της Νέας Ορλεάνης. Εκεί μάζευε παραμύθια των σκλάβων, μύθους της Κρεολικής ψυχής που περνούσαν μέσα από τις συνταγές και τα φαγητά τους, και τους έδινε φωνή. Κάθε ιστορία που έγραφε ήταν σαν να έσκυβε να ακούσει έναν ψίθυρο που άλλοι προσπερνούσαν.
Κι ύστερα, ο άνεμος τον έσπρωξε πιο μακριά, ως την Ιαπωνία. Εκεί, στο νησί του ανατέλλοντος ηλίου, γνώρισε μια καινούρια πατρίδα. Αγάπησε μια γυναίκα από κει, πήρε το όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο, κι έμαθε την ψυχή των Γιαπωνέζων τόσο βαθιά, που οι ίδιοι τον είπαν δικό τους. Στα βιβλία του μιλούσε για φαντάσματα, για θρύλους, για εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο φως και στη σκιά.
Κι αν με ρωτήσετε, τι ήταν στ’ αλήθεια ο Λευκάδιος; Θα πω πως ήταν σαν πουλί που δεν χωρούσε σε ένα μόνο δέντρο. Κουβάλησε τις ρίζες των Κυθήρων και της Λευκάδας, το θρόισμα του Ιονίου, και το ‘σπειρε στην Αμερική και στην Ιαπωνία. Κι όπου κι αν στάθηκε, οι άνθρωποι έβρισκαν μέσα του κάτι από τον δικό τους κρυφό κόσμο.
Ο γιος μου έφυγε νωρίς, το 1904. Μα άφησε πίσω του λέξεις που δεν γερνούν. Γιατί ο Λευκάδιος, το παιδί μου, ήταν και θα μείνει ένας ταξιδευτής των ψυχών των ανθρώπων όλου του κόσμου.

Επίλογος
Πηγαίνοντας στα Κύθηρα και βλέποντας το σπίτι της μητέρας του συγγραφέα, έψαξα για εκείνον και εντυπωσιάστηκα από τη ζωή του και το έργο του. Είναι ένας συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, κι όμως, σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο “παραμύθι” είναι αποκύημα της φαντασίας μου, προφανώς, στηριγμένο στις πληροφορίες που συγκέντρωσα γι’ αυτόν και τη μητέρα του.
Η ζωή του Λευκάδιου Χερν δεν ήταν ποτέ απλή ούτε ακολουθούσε μονοπάτια στρωμένα. Μα γι’ αυτό έμεινε αξέχαστος: γιατί πήρε τον πόνο της μοναξιάς και τον μετέτρεψε σε γέφυρα πολιτισμών. Από τα Κύθηρα και τη Λευκάδα, ως την Ιρλανδία, την Αμερική και την Ιαπωνία, η ιστορία του μας θυμίζει πως η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει σύνορα.
ΠΗΓΕΣ
Λευκάδιος Χερν: Ο λογοτέχνης που εξύμνησε την Ιαπωνία
The Life of a Male Writer, Told By the Women Who Couldn’t Write His Story
Discover more from Φιλοblogiko
Subscribe to get the latest posts sent to your email.