Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο γύρισα πίσω στα παιδικά μου καλοκαίρια στο χωριό του παππού και του πατέρα μου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70: σκληρό τοπίο, άνυδρο, ανελέητος ήλιος, άνθρωποι σκληροί με μεγάλη υπομονή, “πίσω από τον κόσμο” ήμασταν τότε, χωρίς τις ανέσεις της τεχνολογίας του σήμερα. Στο βουνό, περιμένοντας το λεωφορείο από την πρωτεύουσα του νομού να φέρει τα τρόφιμα και τα νέα κάθε απόγευμα και να κατεβάσει στην πλατεία τους ταλαιπωρημένους επιβάτες.
Με τη ματιά του μικρού παιδιού, δεν μ’ενδιέφερε τίποτε περισσότερο από το παιχνίδι μου: ούτε η έλλειψη βασικών αγαθών (μπορούσα και με τα ελάχιστα) ούτε η απόσταση από τον πολιτισμό. Δεν μπορούσα να διακρίνω τις έγνοιες των μεγάλων ούτε τις αγωνίες τους, πολύ περισσότερο τις “ατιμίες” τους, τις οποίες μεγαλώνοντας διέκρινα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ελληνικής επαρχίας: η ματιά της ενηλικίωσης είναι πιο καχύποπτη, πάντα.
Οι χαρακτήρες του Καρνέζη κινούνται μέσα στη γνώριμη ελληνική ύπαιθρο σε ένα χωριό (σαν αυτό της παιδικής μου ηλικίας) που διαμορφώνει τη μοίρα τους. Έχουν μικρά ονόματα, παρατσούκλια (η Φάλαινα είναι το παρατσούκλι του καφετζή που είναι μεγαλόσωμος) ή ιδιότητες: ο παπάς, ο δικηγόρος, η μοδίστρα, ο σταθμάρχης. Δεν χρειάζονται τον προσδιορισμό του επιθέτου. Μαζί τους συνδέονται εξωπραγματικά, φανταστικά πλάσματα, εκτυλίσσονται μικρές ιστορίες, απρόσμενες, κινηματογραφικές, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Η αλυσιδωτή εξέλιξή τους, είναι, κατά τη γνώμη μου ένα μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου, γιατί δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να “περιηγηθεί” από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί σε όλο το χωριό, κάνοντας στάση στο δημαρχείο, την εκκλησία και την πλατεία. Όλοι γνωρίζουν τα μυστικά των άλλων και σταδιακά τα ανακαλύπτει και ο αναγνώστης, μαζί με τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη ζωή στην ύπαιθρο. Γι’αυτό και οι ήρωες τείνουν να γίνουν ρεαλιστικοί, αν δεν παρασύρονταν από τη φαντασία του συγγραφέα που τους προσδίδει sui generis χαρακτηριστικά και σκύβει τόσο πάνω τους, που μας κάνει να σκαλίσουμε κάτω από την επίστρωση της σκόνης που αφήνει στα πρόσωπά τους η αναβροχιά του καλοκαιριού και να δούμε την ψυχοσύνθεσή τους.
Άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε πιο ωμά περιγράφονται τα ηθικά στραβοπατήματά τους, οι “μικρές ατιμίες τους”, οι οποίες κάποτε είναι και μεγάλες (όπως οι φόνοι του δημάρχου, του χασάπη και του σκληρού γαιοκτήμονα) όμως είναι, ως επί το πλείστον, δικαιολογημένες: άλλοτε από τη μοναξιά του τόπου και άλλοτε από τη θεία δίκη, την οποία όλοι την περιμένουν σαν τη φθινοπωρινή βροχή, να ξεπλύνει την αβάσταχτη κάψα της ενοχής και του καλοκαιριού.
Η γραφή του Καρνέζη είναι δουλεμένη και μπορεί να αποδώσει πολύ παραστατικά την ατμόσφαιρα του ανώνυμου ελληνικού χωριού (που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και οποιοδήποτε μεσογειακό, αν δε γίνονταν κάποιες αδρές αναφορές στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία) χωρίς να την κάνει να φαίνεται φολκλόρ. Το γεγονός ότι ο ίδιος κατάγεται από αυτή (γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967) δικαιολογεί ανάλογες παραστάσεις και βιώματα. Δεν παρουσιάζονται οι “αγνοί και αμόλυντοι” κάτοικοι της υπαίθρου, αλλά οι κάτοικοι με τα ελαττώματά τους, που δεν τρέφουν αυταπάτες για τη ζωή τους (αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει μέλλον γι’αυτούς), αλλά δεν είναι διεφθαρμένοι “ως το κόκαλο”, όπως οι άνθρωποι της πρωτεύουσας. Η μετριότητα της ελληνικής επαρχίας, ακόμα και σε θέματα ηθικής!
Ο πολιτισμός δεν είχε αγγίξει το χωριό. Η είσοδός του σ’αυτό θα είναι βίαιη, ολοκληρωτικά καταστροφική. Ο κόσμος προχωράει και οι “μικροί” δεν έχουν έχουν θέση στα “μεγάλα σχέδια”ή “οράματα” ή “επιτεύγματα” (τις “μεγάλες ατιμίες”) που ευαγγελίζεται η πρόοδος. Χάνονται έτσι ανώνυμοι και οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις μικροδιαφωνίες τους και τις μικροδιαφορές τους: “…δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα καραβάνι ανεπιθύμητων προσφύγων. Τότε μόνο ένιωσαν ντροπή για τον τρόπο που είχαν φερθεί στους Τσιγγάνους που περνούσαν από το χωριό τους όλα εκείνα τα χρόνια. Αλλά περισσότερη ντροπή ένιωσαν ο ένας για τον άλλο, όταν θυμήθηκαν τη μικροψυχία των διαφωνιών τους από αμνημονεύτων χρόνων. Κι αυτό του έκανε να αισθανθούν μια μοναξιά σαν εκείνη του θαλασσινού που έχει ναυαγήσει σε νησί το οποίο δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη.”
Αθάνατη ελληνική επαρχία!
(Το βιβλίο από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα είναι εξαντλημένο. Είχε ξεμείνει καιρό αδιάβαστο στη βιβλιοθήκη μου. Κυκλοφορεί πλέον από τις εκδόσεις Μακόντο (2011) υπό τον νέο τίτλο “Μικρές ατιμίες και άλλα διηγήματα”. Το βιβλίο γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά(με τον τίτλο “Little Infamies:Stories” και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον ίδιο το συγγραφέα)