Κάθε χρόνο στο χωριό του πατέρα μου, τους Μελισσουργούς της Άρτας, στα Τζουμέρκα, στις 16 Αυγούστου διαβάζονται τα λάσα. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται η ετυμολογία της λέξης αυτού του εθίμου. Ερμηνείες ευπρόσδεκτες.1
Το έθιμο έχει να κάνει με την ανάγνωση από τον ιερέα του χωριού των ονομάτων όλων των αποδημούντων εις Κύριον χωριανών στην εκκλησία του Αη-Νικόλα. Κάθε οικογένεια γράφει σ’ ένα χαρτί όλους τους νεκρούς προγόνους, μέχρι την τελευταία γενιά που θυμάται και ο ιερέας μνημονεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο τους πρόσφατα κεκοιμημένους, αλλά και αυτούς που ενδημούν για δεκαετίες, ίσως και αιώνες, στους “ασφόδελους λειμώνες” του Κάτω Κόσμου. Έτσι, τα ονόματα των προγόνων ακούγονταν από τ’ αυτιά των απογόνων, οι οποίοι, επιτέλους, μαζεύτηκαν μετά από ένα χρόνο στο χωριό, για να γιορτάσουν “Την Παναγιά”.
Παλιότερα διαβάζονταν σε κατανυκτική ατμόσφαιρα μνημοσύνου στο ναό, με όλους τους χωριανούς παρόντες ν’ ακούνε τα ονόματα των απόντων. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εγκατάσταση μικρόφωνων και μεγάφωνων στους ναούς ακόμα και των τόσο απομακρυσμένων χωριών, οι ντόπιοι δεν χρειάζεται να παραβρίσκονται εντός της εκκλησίας, αλλά μπορούν “να ακουρμαίνουν” (κατά τη ντοπιολαλιά, ήγουν “να ακούνε”) καθήμενοι στα “Μαγαζιά” που είναι δυο βήματα από την εκκλησιά. Στα τραπεζοκαθίσματα των τριών, συνολικά, Μαγαζιών, που υπάρχουν κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού, όπου και εκτυλίσσονται τα πάντα, (όπως και στην Αγορά των αρχαίων) μπορούν να κουτσοπίνουν και κανένα “τσιπράκι” (τσιπουράκι) για το “συχώριο”, αλλά και να πιάνουν την κουβέντα που πηγαίνει πολλές γενιές πίσω και αναμοχλεύει τον βίο και την πολιτεία των κεκοιμημένων.
Στις ίδιες θέσεις, σίγουρα κάτω από τον ίδιο πλάτανο, κάθονταν οι μνημονευόμενοι ντόπιοι αγωγιάτες, χτίστες, καλαϊτζήδες (ή γανωματήδες), αλλά και γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι, παππάδες, όπως και οι βουλευτές και οι υπουργοί που έβγαλε ο τόπος και τώρα κρίνονται και στη Βασιλεία των Ουρανών για τις πράξεις τους ή την απραξία τους. Ιστορίες από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, την ξενιτιά και τη Μεταπολίτευση ξαναζωντανεύουν μεταξύ “τυρού και τσίπουρου”.
Μέσα σε μια μέρα, από τις πρώτες πρωινές ώρες ως λίγο μετά το μεσημέρι “ακούγεται” όλη η ιστορία του χωριού μέσα από τα ονόματα οικογενειών ολόκληρων. Αποτίεται ο φόρος τιμής, στεριώνεται η μνήμη τους και στις επόμενες γενιές (αφού υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που τους μνημονεύουν), σε μια συλλογική πρακτική από τις λίγες που έχουν απομείνει. Παρά το γεγονός ότι το προηγούμενο βράδυ όλο το χωριό γλεντούσε (στο επίσης συλλογικό) πανηγύρι της Παναγίας, χορεύοντας και τραγουδώντας το Διπλοκάγκελο, χορό κυκλωτικό σε δύο κύκλους, μπροστά οι γυναίκες και πίσω οι άνδρες με τους πιο ηλικιωμένους να ανοίγουν τους κύκλους, την επόμενη μέρα, όταν ο κουρνιαχτός της γιορτής καταλαγιάσει και τ’ αυτιά σταματήσουν να βουΐζουν από τη μουσική των οργανοπαιχτών, το χωριό θυμάται τους νεκρούς του. Στήνει το δικό τους πανηγύρι και τους ξανακαλεί “να παρουσιαστούν” δι’ ακοής, ενώπιον των ζωντανών, φορώντας τα γιορτινά τους και κατεβαίνοντας στη πλατεία για μια μέρα.
Από την επόμενη, όταν οι “απανταχού” χωριανοί θα επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους, από την οποία ξέκλεψαν κάποιες ώρες ξεγνοιασιάς και γιορτής, αλλά που τους καλεί επειγόντως πίσω, τότε το χωριό θα ερημώσει. Το χειμώνα δεν έχει μόνιμους κατοίκους. Μόνο αυτούς που βρίσκονται θαμμένοι στη γη του και μπορούν ελεύθερα να τριγυρνούν στους έρημους δρόμους του, όπως άλλωστε στα περισσότερα χωριά και ας μη διαβάζουν εκεί τα λάσα.
- Μετά από μια μικρή έρευνα που έκανε ο Στέφανος Μ., παλιός μαθητής μου και νυν φοιτητής, με καταγωγή από το Μέτσοβο, βρήκε ότι στα βλάχικα υπάρχει το ρήμα αλασάου που σημαίνει αφήνω και επειδή τα βλάχικα μοιάζουν με τα ρουμανικά κι έχουν κοινή ρίζα τα λατινικά, αναζήτησε και βρήκε ότι στα ρουμάνικα “a lasa” σημαίνει αφήνω. http://vlahoi.net/greek-vlach-dictionary/alfa…
Οι Μελισσουργοί γεωγραφικά γειτνιάζουν με το Συρράκο και τους Καλαρρύτες, τα γνωστά Τζουμερκοχώρια του νομού Ιωαννίνων, που απαρτίζονται πληθυσμιακά και από Βλάχους. ↩︎